Προς ένα μανιφέστο

ΤΙΤΛΟΣ: Θέσεις του Shades εν κινήσει
…έως το 2021*

0. Κομμουνιστές με μνήμη, μια αυτοπαρουσίαση

Οι Κομμουνιστές/τριες με μνήμη και η περιοδική έκδοση Shades – κριτική της ιδεολογίας και άλλες ανταγωνιστικές προσεγγίσεις είναι μια συλλογικότητα Κομμουνιστών/τριων μέσα στην ελλαδική επικράτεια, αλλά και έξω από αυτήν, σε άλλες Ευρωπαϊκές Μητροπόλεις. Απευθυνόμαστε σε άτομα οποιουδήποτε φύλου, εθνικότητας και σεξουαλικότητας. Παλεύουμε για τη συσπείρωση και οργάνωση όσων σήμερα αντιλαμβάνονται ότι βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή της καπιταλιστικής κρίσης και της νεωτερικότητας εν γένει, με το ανταγωνιστικό κίνημα να βρίσκεται μέσα σε αυτή με ιδιαίτερα αρνητικούς συσχετισμούς. Επιχειρούμε να δημιουργήσουμε ένα ρήγμα στις γραμμές και την ηγεμονία του ιδεολογικού μηχανισμού της εξουσίας του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού. Αγωνιζόμαστε για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος και του εμπλουτισμού του, με την εμπειρία των αγώνων του σήμερα στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο. Ωστόσο, αναγνωρίζουμε ότι για εμάς ο εχθρός βρίσκεται εδώ μέσα στην ίδια μας τη χώρα, έτσι κύριος στόχος της δράσης μας είναι το ελληνικό κεφάλαιο και το κράτος του. Στρατηγικός στόχος είναι η ανατροπή της εξουσίας του και το άνοιγμα του δρόμου για τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό, δηλαδή την αταξική κοινωνική οργάνωση και τον τερματισμό της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Οι Κομμουνιστές/τριες με μνήμη και η περιοδική έκδοση Shades – κριτική της ιδεολογίας και άλλες ανταγωνιστικές προσεγγίσεις είναι μια απόπειρα απόδρασης, από το νοηματικό και πολιτικό αδιέξοδο των ημερών μας, ένα πειραματικό εργαστήριο θεωρίας, πράξης και κριτικής, ανοιχτό στο διάλογο και τη σύμπραξη με κόσμο του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος και της αριστεράς, για το ξεπέρασμα του σύγχρονου πολιτικού αδιεξόδου και την υπέρβαση των δυνάμεων της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Η ενσωμάτωση της συντριπτικής πλειοψηφίας της σύγχρονης διεθνούς αριστεράς (με τον εθνικό-πατριωτικό της λόγο) στον καπιταλιστικό μηχανισμό, αλλά και η δυσκαμψία και αναποτελεσματικότητα των διάφορων αντιφασιστικών, αντιεξουσιαστικών και αναρχικών κινημάτων είναι ακόμα μια απόδειξη της θλιβερής σημερινής πραγματικότητας της κρίσης του νεωτερικού καπιταλιστικού πολιτισμού και της υποχώρησης του κομμουνιστικού κινήματος. Πιστεύουμε ότι ο λόγος αυτών των πολιτικών ρευμάτων δεν αντανακλά παρά την ταφή της δημιουργικής κριτικής και την επανάπαυση στην ασφάλεια της ιδεολογίας, της απολυτότητας και της αυταρχικής πεποίθησης ότι-τα-γνωρίζουμε-όλα-ήδη-και σας-κουνάμε-το-δάχτυλο. Δεν θεωρούμε το εγχείρημα μας ως την μοναδική σωστή και αυθεντική έναντι των άλλων ερμηνεία της μαρξικής και κριτικής θεωρίας, ούτε μια προσπάθεια να δοθούν εύκολες απαντήσεις αντί να τεθούν εκ νέου τα ερωτήματα. Ερωτήματα που δεν μένουν σε θεωρητικές αφαιρέσεις αλλά προκύπτουν από τις συλλογικές εμπειρίες των καταπιεσμένων, τις συνδέουν με έναν πλούτο θεωρητικής ανάλυσης που στο παρελθόν έχει δώσει πάτημα σε φωνές που μέχρι τότε βρίσκονταν στη σιωπή, παράγοντας μη-διανοήσιμες ρήξεις. Το περιεχόμενο των παρακάτω θέσεων αποτελεί ένα στιγμιότυπο της θεωρητικής και πρακτικής μας αναζήτησης σε αυτό το στάδιο ανάπτυξής της.

1. Ο Κομμουνισμός ως πραγματική κίνηση

Η συνολική αλλαγή της πραγματικότητας πραγματώνεται χρησιμοποιώντας τα μέσα που η ίδια μας παρέχει. Σε κάθε περίπτωση, ένα κοινωνικό ιδεώδες ή ένα αφηρημένο δέον στο οποίο θα έπρεπε να την κάμψουμε και να της δώσουμε το σχήμα του (ο κομμουνισμός ως ιδεολογία) κρίνεται μη ρεαλιστικό και τελικά άχρηστο για τους προλεταριακούς – κοινωνικούς αγώνες του σήμερα. Οι στόχοι μας δεν στρέφονται γύρω από την αναζήτηση ενός τρόπου ζωής ή μιας ηθικής στάσης. Στόχος μας δεν είναι η δημιουργία νησίδων «κομμουνισμού» εντός των καπιταλιστικών συνθηκών, αλλά να εστιάζουμε στους αγώνες της καθημερινής ζωής και τη δημιουργία νέων κοινωνικών σχέσεων που να συντείνουν στην υπέρβαση – ανατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Το ότι απορρίπτουμε την ανεδαφική ιδέα των νησίδων «κομμουνισμού» εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας, που άλλωστε όπου δοκιμάστηκε απέτυχε παταγωδώς, δεν σημαίνει ότι δεν παλεύουμε για την παραπέρα διεύρυνση των υποδομών και των κοινωνικών χώρων που είναι πραγματικά μια ανάσα για τις πολιτικές θεωρητικές ζυμώσεις και την σύσφιξη των σχέσεων των καταπιεσμένων, κυρίως της προλεταριακής νεολαίας σε μια εποχή που ειδικά με την έναρξη του εγκλεισμού της καραντίνας και της εποχής του κορονοϊού, οι ανθρώπινες σχέσεις βρίσκονται σε μεγάλο τέλμα. Τέτοιες υποδομές και κοινωνικοί χώροι είναι μια ουσιαστική συμβολή κόντρα στην αποξένωση. Όμως, το όραμά μας για τη ριζοσπαστική αλλαγή της κοινωνίας, για εκείνο που εμείς αποκαλούμε κομμουνισμό, πηγάζει απ’ τις δεδομένες υλικές αντικειμενικές συνθήκες απ’ τις οποίες τρέφεται αλλά και τις οποίες παράγει ο καπιταλισμός και τις ριζοσπαστικές ανάγκες που αυτές γεννούν. Για μας ο άνθρωπος δεν κατέχει κάποια καθαρή, καλή ή κακή φύση από την οποία σήμερα αποκλίνει και πρέπει να τον επαναφέρουμε. Η ουσία του ανθρώπου είναι η “υλική” πραγματικότητα του σε ένα ορισμένο στάδιο εξέλιξής του και μεταβάλλεται μέσω της κοινωνικής πρακτικής, επανανοηματοδοτώντας τις ιδέες και τις σχέσεις που τους συνδέουν, μεταβάλλοντας την οργάνωση της κοινωνίας, τους υλικούς όρους επιβίωσής του. Με κατεύθυνση τον τερματισμό – ανατροπή της εκμεταλλευτικής κοινωνίας, την εγκαθίδρυση της αταξικής κοινωνίας, επαναπροσδιορίζουμε την έννοια της ουτοπίας προσπαθώντας να την αποφορτίσουμε από το καθαρά αρνητικό περιεχόμενο που της προσδίδεται. Για μας η κομμουνιστική ουτοπία δεν αποτελεί έναν άμεσο στόχο προς εφαρμογή και ρεαλιστική κατάσταση στη σύγχρονη κοινωνία παρά μόνο δίνει μια κατεύθυνση λειτουργώντας ως πυξίδα για τις σχέσεις, τις θέσεις και τη πρακτική που ακολουθούμε στον μακρύ δρόμο για την κοινωνική χειραφέτηση. Ο κομμουνισμός δεν αποτελεί ηθικό πρόταγμα, ένα πολίτευμα, ούτε πολιτικό πρόγραμμα θέσεων παγιωμένων προς εφαρμογή, αλλά εμμενής δυνατότητα υπέρβασης του καπιταλιστικού υπάρχοντος και πάντα θα αποτελεί τέτοια όσο υφίστανται οι κεφαλαιοκρατικές παραγωγικές σχέσεις. Ο δρόμος για την πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας δεν μπορεί ν’ ανοίξει δίχως μία συνολική κριτική του καπιταλιστικού υπάρχοντος, δίχως το συνολικό ξεσκέπασμα αυτών που στο όνομα του «κομμουνισμού» προάγουν κυρίαρχες εκδοχές αναπαράστασης ενός “αντικαπιταλιστικού” εθνο-λαϊκού κοινοτισμού οι οποίες αφήνουν άθικτες τις βασικές κατηγορίες του καπιταλισμού, ούτε αναφέρονται στην προοπτική της ανατροπής του καπιταλιστικού σχηματισμού, αλλά ανάγουν το λαό σ’ ένα υποκείμενο το οποίο πραγματώνει την εξουσία του όταν καταφέρει να συσπειρωθεί σε μία αόριστη και αφηρημένη «κοινότητα». Πρόκειται για μία υπερταξική ιδεολογία η οποία δεν αναγνωρίζει την ουσιώδη σημασία της ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας και αφήνει, επίσης, έξω απ’ την ανάλυσή της και τον κατασκευασμένο «Άλλο», εκείνον που δεν χωράει στην δική τους κοινότητα. Έτσι, αφήνει στην πραγματικότητα άθικτο τον καπιταλισμό, αφού του εναντιώνεται μόνο σ’ ένα αφηρημένο επίπεδο ιδεών και τρέφει, εν τέλει, ιδεολογικά την συγκρότηση των εθνικών καπιταλιστικών σχηματισμών και την σφυρηλάτηση της Εθνικής Λαϊκής Κοινότητας. Τα όρια του διαφωτισμού, η αθέτηση των ούτως ή άλλως υποκριτικών υποσχέσεών του περί «χειραφέτησης του ατόμου» αλλά και τα όποια όρια του ίδιου του μαρξισμού – και του εγκλωβισμού του – στα ιδεολογικά πλαίσια της αστικής νεωτερικής πραγματικότητας, αποτελούν πεδία άσκησης κριτικής. Η επανεξέταση και η επανερμηνεία της ιστορίας με νέο, ανταγωνιστικό πρόσημο κρίνεται αναγκαία, ειδικά σήμερα, που αυτή η ιστορία έχει θαφτεί κάτω από το πέπλο της λήθης όπως υπαγορεύεται από την κυρίαρχη εξουσία και την εθνική-ιδεολογική της αφήγηση. Η κυρίαρχη ιστορική ερμηνεία στον ελλαδικό χώρο έχει γραφτεί από τους νικητές του λεγόμενου εμφυλίου πολέμου (1946-1949), από τους πολιτικούς απογόνους και συνεχιστές τους καθώς και από τους επίσημους ιστοριογράφους του ελληνικού κράτους που συχνά εναρμονίζουν την έρευνά τους είτε με την επίσημη εθνική αφήγηση είτε με την υποτιθέμενη άρνησή της από «αντεθνική»-ανθελληνική σκοπιά η οποία παραμένει όμως παγιδευμένη σε μια στείρα ιδεολογία, μια ακόμα αντανάκλαση της αστικής ιδεολογίας, ταυτοτικού δικαιωματικού περιεχομένου δίχως να κάνει πραγματικά ανταγωνιστική κριτική στις υλικές εκμεταλλευτικές συνθήκες που δημιουργεί η καπιταλιστική κυριαρχία. Με το ίδιο σκεπτικό απορρίπτουμε και την όποια κλασική σοσιαλδημοκρατική αντίληψη που σήμερα το αίτημα της για περισσότερες «μεταρρυθμίσεις» εντός του αστικού κράτους συναντάται με το αίτημα για «περισσότερο κράτος» γενικά, την ενσωμάτωση παραπέρα στους κρατικούς θεσμούς, το αίτημα για παραπέρα αυταρχικοποίηση τους σε συνδυασμό μια νεοκενσυανή ατζέντα παραχωρήσεων για την άμβλυνση του προλεταριακού ανταγωνισμού, την ενίσχυση της ήδη διερρηγμένης «κοινωνικής ειρήνης». Μέσα από τη δική μας δράση και αυτόνομη έρευνα, επιχειρούμε να ανοίξουμε ένα ρήγμα σε αυτήν την ιστοριογραφία προσπαθώντας να την επανεξετάσουμε από κριτική, υλιστική, κομμουνιστική σκοπιά. Η συσσωρευμένη γνώση του σήμερα υπαγορεύει ότι οι παρελθούσες, αποτυχημένες προσπάθειες χειραφέτησης των καταπιεσμένων δεν αποτελούν στιγμές γεμάτες δυνατότητες που πρέπει να εξαργυρώσουμε εμείς στο σήμερα, αλλά μάλλον να ιδωθούν κριτικά ως «αυτό που πραγματικά ήταν» – απόπειρες του προλεταριακού κινήματος με ιδεολογικό αυτοσκοπό, που τελείωσαν με μια ήττα σε βάρος μας. Είμαστε οι κριτικοί κληρονόμοι αυτής της ιστορικής παράδοσης, που καλούμαστε να την επανεξετάσουμε και να την επεξεργαστούμε για να αναδυθούν οι κομμουνιστικοί επαναστατικοί αγώνες του μέλλοντος.

2. Για τον ολοκληρωτισμό και τον ιστορικό αναθεωρητισμό

Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από την απουσία της ριζοσπαστικής κριτικής, της δράσης και φυσικά την υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος. Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των άλλων ανατολικών χωρών της Ευρώπης και της Ασίας αδιαμφισβήτητα σηματοδότησαν μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα. Η καπιταλιστική κυριαρχία πανηγύρισε το τέλος της ιστορίας μαζί με την «οριστική» της νίκη και την επικράτηση του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Το κομμουνιστικό κίνημα όλων των ιστορικών του τάσεων, όπου δεν εξαφανίστηκε, έχασε την επιρροή του. Τα γραφειοκρατικά μορφώματα των Κ.Κ είτε αναθεώρησαν τις βασικές τους αρχές και άρχισαν να συμμετέχουν σε αστικές κυβερνήσεις, είτε εξαφανίστηκαν. Η πορεία αυτής της παρακμής είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν και δεν ήταν άσχετη με τις εξελίξεις μέσα στην ίδια την ΕΣΣΔ. Στις μέρες μας, όπου η ΕΣΣΔ αποτελεί παρελθόν και το κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται σε τεράστια υποχώρηση, ο ιστορικός αναθεωρητισμός, η ιστορική λήθη, γίνεται ένα φοβερό όπλο στα χέρια της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Ο εθνικοσοσιαλισμός εξισώνεται με το ιστορικό εγχείρημα του προλεταριακού κινήματος. Δηλαδή, ένα σύστημα που για την «απελευθέρωση» της «άριας φυλής» απαιτούσε την εξολόθρευση και του τελευταίου Εβραίου επί της γης, εξισώνεται με ένα εγχείρημα που τουλάχιστον θεωρητικά δεν έκανε σημαία του το θάνατο. Η εξίσωση αυτή συσκοτίζει την φύση της ιστορικής μοναδικότητας του ίδιου του Ολοκαυτώματος, σχετικοποιώντας το απόλυτα. Το Ολοκαύτωμα υποβιβάζεται έτσι σε ένα ακόμα μαζικό έγκλημα, ένα μέσα από τα πολλά “εγκλήματα πολέμου” της νεωτερικότητας, σε σημείο που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έννοια “Ολοκαύτωμα” σχεδόν για τα πάντα. Κάτω από την εννοιολογική ομπρέλα του “ολοκληρωτισμού” υπάγονται ο εθνικοσοσιαλισμός και η ΕΣΣΔ ως το αντίπαλο δέος της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας, συνεισφέροντας στη δικαίωσή της. Με έναν αντιδιαλεκτικό τρόπο, σαν ένας «καλός μύλος που όλα τα αλέθει», το ιδεολόγημα του «ολοκληρωτισμού» αποτελεί το κύριο οπλοστάσιο φαινομενικά διαφορετικών πολιτικών τάσεων, από φασίστες μέχρι ρεύματα πολιτικών των ταυτοτήτων και από αντιεξουσιαστές μέχρι ριζοσπάστες φιλελεύθερους και δημοκράτες, που όμως το κοινό νήμα όλων είναι ο αντικομμουνισμός. Η ρητορική περί «ολοκληρωτισμού», υπαγορεύοντας τον εκτυφλωτικό δυϊσμό μεταξύ «καλού» (ελευθεριακού/δημοκρατικού) και «κακού» (ολοκληρωτικού) καταφέρνει μ’ έναν χυδαίο ελιγμό ν’ αποφύγει τη συζήτηση αναφορικά με τους στρατηγικούς στόχους, τα μέσα που βάσει των αντικειμενικών συνθηκών διατίθενται για την επίτευξή τους και γενικά οτιδήποτε αφορά την πραγματική και πρακτική οργάνωση με σκοπό την ρήξη με το καπιταλιστικό υπάρχον. Αυτή η ψευδο-έννοια του «ολοκληρωτισμού» είναι ένα εργαλείο φτιαγμένο για την προστασία των ιερών και των οσίων της Δημοκρατίας της Αγοράς, την ευχρηστία του οποίου επιτρέπουν η ίδια η εγγενής του αυτό-αναφορικότητα και η απουσία σημαίνοντος: το υπαρκτό παρουσιάζεται ως μία αξεπέραστη φυσική αναγκαιότητα ενώ την ίδια στιγμή ό,τι παρεκκλίνει από τον Ιδανικά-Φτιαγμένο ή Επιθυμητό-Κόσμο είναι «Ολοκληρωτισμός». Είναι μία έννοια που ιστορικά γεννήθηκε σε μία περίοδο όπου η Ε.Ε. αλλά και γενικότερα ο δυτικός κόσμος, επιχειρούσε τόσο να ξεφορτωθεί από την ιστορία και τον πολιτισμό του το στίγμα του ναζισμού και του φασισμού όσο και να αντιμετωπίσει με μια κίνηση το αντίπαλο δέος της ΕΣΣΔ και το εμμενές φάντασμα του κομμουνισμού. Καθώς συγκαλύπτει ή εξορίζει τις εσωτερικές αντιφάσεις της δυτικής καπιταλιστικής κοινωνίας, ο ολοκληρωτισμός δεν αποτελεί εργαλείο ανάλυσης, αλλά ιδεολογική έννοια.

  • *Σαν γενική εισαγωγή: Η αστική κοινωνία φέρει εκ της γέννησης της το σπέρμα της βαρβαρότητα – ολοκληρωτισμού. Πρέπει να έχουμε μια πολύ λεπτομερή αναφορά – περιγραφή αυτής της βαρβαρότητας που κορυφώθηκε με το Ολοκαύτωμα. Σε μεγάλο βαθμό ακόμα και η ίδια η Οκτωβριανή Επανάσταση δεν απεγκλωβίστηκε σε θεωρητικό επίπεδο από τον Διαφωτισμό και την έννοια της προόδου. Η έννοια όμως το Ολοκληρωτισμού είναι ιδεολογικά εννοιολογική η οποία έχει συγκεκριμένη στόχευση και κυρίως ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από τον ρυθμιστή της κανονικότητας που είναι η αστική δημοκρατία.
  • Ναζισμός και ΕΣΣΔ δεν έχουν τις ίδιες ιστορικές καταβολές: ο πρώτος αποτελεί άρνηση της νεωτερικότητας, η δεύτερη προϊόν κομμουνιστικής επανάστασης για την πραγμάτωση και την υπέρβαση του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας. – Η επαναστατική ρήξη της εργατικής τάξης με το υπάρχον δεν είναι μία μορφή πολιτεύματος – Ο κομμουνισμός δεν είναι πολίτευμα.
  • Ο Ολοκληρωτισμός είναι ένας ιδεολογικός όρος που κατασκευάστηκε για την υπαγωγή του εθνικοσοσιαλισμού και της ΕΣΣΔ υπό την ίδια ομπρέλα, ως τον αντίθετο (αρνητικό) πόλο της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας, ο οποίος και την δικαιώνει.
  • Αποκρύπτει τις βασικές κατηγορίες του κεφαλαίου και την ταξική πάλη.
  • Ως ιδεολογική έννοια πρέπει να απορριφθεί.
  • Υπό μία άλλη οπτική ο ολοκληρωτισμός είναι δομικό χαρακτηριστικό της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας, καθώς σε αυτήν συντελείται η υπαγωγή όλων στη σχέση κεφαλαίο-εργασίας, στο πλαίσιο της οποίας υπαγωγής έχουμε και τον ραγδαίο και βίαιο αφανισμό διαφόρων μειονοτήτων.

3.

Μέσα σε συνθήκες γενικευμένου αντικομμουνισμού αλλά και της κυριαρχίας των μεταμοντέρνων ιδεολογικών «εργαλείων» του άκριτου σχετικισμού και του περιχαρακωμένου ακαδημαϊσμού, η επαναφορά ακόμα και της λέξης κομμουνισμός και ιδιαίτερα ως μια απόπειρα επανοηματοδότησης και αποϊδεολογικοποίησής του (βλ. Θέση 1), ως της πραγματικής κίνησης που καταστρέφει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, φαντάζει στους περισσότερους “μια άλλη μεγάλη αφήγηση”, μια ανεδαφική απόπειρα. Το τέλος της ιστορίας που κραύγασε ο νεοφιλελευθερισμός υπήρξε η αστική υπόσχεση της εξαφάνισης της κομμουνιστικής δυνατότητας και της προοπτικής για την αταξική κοινωνία, το ιδεολογικό τέλος των ιδεολογιών, όπως επίσης η εξωφρενική, ψευδεπίγραφη υπόσχεση για το τέλος του ανθρώπινου πόνου. Είναι η υπόσχεση για την ολοκληρωτική πραγμάτωση της πολιτικής ελευθερίας, για την παγκόσμια εδραίωση της αστικής δημοκρατίας και την διαρκή οικονομική ευημερία και ανάπτυξη. Συνιστά μια προσπάθεια επαναφοράς στη σφαίρα της μαζικής κοινωνίας, του Διαφωτισμού και των κάλπικων υποσχέσεών του. Από την άλλη πλευρά, μια νέα μορφή μπερνσταϊνισμού, βροντοφωνάζει τη δική της μεγάλη αφήγηση: το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων. Αντί του συνθήματος “η επανάσταση δεν είναι τίποτε, το κίνημα είναι τα πάντα” (Bernstein) μέσα από την άρνηση της κοινωνικής επανάστασης αποθεώνεται σε βαθμό ιδεολογίας η παρέμβαση στο πεδίο της γειτονιάς ως η μόνη πολιτική πρακτική της ταξικής πάλης. Σε τελική ανάλυση λησμονούν την ταξική πάλη (είναι μια μορφή αποθέωσης των “αγώνων της γειτονιάς” στο όνομα του “εδώ-και-τώρα”). Στην πραγματικότητα ο ιδεολογικός ανθελληνικός αντιφασισμός που προτάσσει την αποδόμηση του εθνικού κορμού μέσω των αυτόνομων κοινοτήτων αγώνα, δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά μία μεταφυσική. Είναι φανερό πως το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων και το καπιταλιστικό τέλος της ιστορίας δεν είναι παρά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Βέβαια, ο ιστορικός κύκλος του προλεταριακού ανταγωνισμού στον 20ο αιώνα έχει κλείσει οριστικά και δυστυχώς έχει κλείσει με τη συντριπτική ήττα του, προς όφελος της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα να ξεκινήσει μια νέα εποχή για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος στον 21ο αιώνα· οι ίδιες οι υλικές συνθήκες ανοίγουν τον δρόμο για κάτι τέτοιο. Αυτό δεν θα συμβεί δίχως τη κατάδυση στο ιστορικό βάθος όλων των τάσεων του ιστορικού κομμουνιστικού και προλεταριακού κινήματος του 20ου αιώνα. Βασικό εργαλείο για την ανάλυση και ερμηνεία της σημερινής πραγματικότητας παραμένει η υλιστική κριτική και η μαρξική σκέψη, αλλά και η σχολή της κριτικής θεωρίας ως απόπειρα εμπλουτισμού και συνέχεια της ανταγωνιστικής κριτικής σκέψης απέναντι στον καπιταλιστικό υπάρχον.

  • κείμενο για την υλιστική κριτική

4.

Ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς της υλιστικής κριτικής είναι ο φετιχοποιημένος αντικαπιταλισμός. Αυτή η μορφή «αντικαπιταλισμού» βασίζεται σε μια μονοδιάστατη επίθεση στο αφηρημένο – το χρήμα – και τον υποτιθέμενο φορέα του – το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο – από την οπτική γωνία του «καλού», «υγιούς», «πατριωτικού» κεφαλαίου. Οι Εβραίοι γίνονται αντικείμενο ταύτισης με την ίδια την σφαίρα κυκλοφορίας της πραγμοποιημένης αξίας. Η φετιχοποιημένη αντικαπιταλιστική προσέγγιση κρύβει ή μάλλον αφήνει ανέγγιχτες τις βασικές κατηγορίες της πολιτικής οικονομίας του καπιταλισμού (αφηρημένη εργασία, χρήμα, κεφάλαιο, εμπόρευμα, αξία, έθνος, κράτος). Αποθεώνει το βιομηχανικό κεφάλαιο ως πηγή προόδου και βλέπει ως πηγή του κακού το χρηματιστικό παρασιτικό κεφάλαιο. Με ή χωρίς Εβραίους, ο φετιχοποιημένος αντικαπιταλισμός γίνεται ένα από τα πιο αποτελεσματικά ιδεολογικά όπλα στα χέρια της καπιταλιστικής κυριαρχίας και αυτό γιατί όπως και ο αντισημιτισμός έτσι και ο φετιχοποιημένος αντικαπιταλισμός αντλεί τη δύναμη του από την ψευδο-κοσμοθεώρηση του, η οποία εξηγεί και μορφοποιεί συγκεκριμένους δρόμους της αντικαπιταλιστικής δυσαρέσκειας με ένα τρόπο που αφήνει τον καπιταλισμό άθικτο, με το να επιτίθεται δηλαδή σε προσωποποιήσεις της κοινωνικής του μορφής (Postone). Μορφές και ιδεολογικές αντανακλάσεις του φετιχιστικού αντικαπιταλισμού συναντάμε παντού σήμερα και αντικατοπτρίζουν το τέλος της αριστεράς ως χειραφετητικό εγχείρημα. Από συνθήματα του τύπου «ο εχθρός βρίσκεται στις τράπεζες και τα υπουργεία» μέχρι εξώφυλλα ενάντια στους «παγκόσμιους τοκογλύφους του ΔΝΤ» κρύβεται η ίδια λογική. Ο φετιχοποιημένος αντικαπιταλισμός φωνάζει για κρατικοποιήσεις, εθνικοποιήσεις (και όχι κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής), βασικών τομέων της οικονομίας που θα αντισταθούν στον τεράστιο γίγαντα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Γίνεται η φωνή του «καλού», «υγιούς», «πατριωτικού» ελληνικού κεφαλαίου, όταν η φωνή του πνίγεται από την «μεγάλη παγκόσμια συνωμοσία των τραπεζιτών και των αγορών Τους». Ο φετιχοποιημένος αντικαπιταλισμός, στις μέρες μας, βρίσκει την έκφραση του και στην αριστερά και στον νεοφασιστικό χώρο. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που δύσκολα διακρίνει κανείς τη διαφορά της δήθεν αριστερής από τη νεο-ναζιστική εκδοχή. Κινηματικά βρήκε την έκφραση του πολλές φορές, ανάμεσα σε αυτές και στην πλατεία Συντάγματος το 2011, όταν όλοι μαζί, νεοναζί, απολιτικοί και αριστεροί, η Εθνική Λαϊκή Κοινότητα δηλαδή, φώναζαν να φύγουν οι βουλευτές με ελικόπτερο, λες και το αστικό κράτος δεν έχει άλλα πρόσωπα ρεζέρβα. Δεν ξεχνάμε και κινήματα όπως το ocuppy, πριν λίγα χρόνια, με κεντρικό σύνθημα ότι το 1% πίνει το αίμα του 99%, ούτε, ξανά εδώ εντός ελλαδικής επικράτειας, τις αντιμνημονιακές ατζέντες που γέννησαν οι πλατείες, αυτή της ΛΑΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, εκεί όπου βλέπουμε να αναδύεται με ένα καθαρό τρόπο ο «αγώνας» του αγνού πατριωτικού κεφαλαίου ενάντια στο παρασιτικό διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο. Κατ’ αυτή την έννοια, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι, ο αριστερός φετιχοποιημένος αντικαπιταλισμός συναντιέται σε πολλά σημεία με το ναζιστικό φαντασιακό, ξυπνούν δηλαδή μνήμες του εφιάλτη του Άουσβιτς. Ο φετιχοποιημένος αντικαπιταλισμός είναι στις μέρες μας κυρίως αντιϊμπεριαλιστικός. Βλέπει τον εχθρό πάντα έξω από τη χώρα και ποτέ μέσα σε αυτή. Και όπως ο αντιϊμπεριαλισμός δεν έχει καμία σχέση, στην ουσία, με την ανάλυση για τον ιμπεριαλισμό έτσι και ο φετιχοποιημένος αντικαπιταλισμός δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την κριτική του καπιταλισμού.

5.

Η εποχή που ζούμε χαρακτηρίζεται, δίχως καμιά δεύτερη σκέψη και αμφιβολία, από την χειρότερη οικονομική και κοινωνική κρίση στην ιστορία του καπιταλισμού μετά την λήξη του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Ακόμα και τα πιο βασικά ανθρώπινα δικαιώματα-παραχωρήσεις, όπως τα είχαμε συνδέσει με τον πολιτισμό τις προηγούμενες δεκαετίες, αμφισβητούνται. Η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος παρασύρει εκατομμύρια ανθρώπους στην εξαθλίωση, ενώ μπαίνει σε αμφισβήτηση ακόμα και η ίδια τους η ύπαρξη. Ποτέ άλλοτε από την λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και τις μέρες φρίκης του Ολοκαυτώματος, δεν μπήκε τόσο καθαρά το ζήτημα της παρακμής, αν όχι ακόμα και της καταστροφής, του νεωτερικού πολιτισμού μέσω και μιας μεγάλης οικονομικής και οικολογικής καταστροφής ή κάποιας πανδημίας. Στο επίπεδο της καθημερινής ζωής στις δυτικές μητροπόλεις, η μοναξιά και η αποξένωση διογκώνονται. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονται στα όρια της κατάθλιψης και κατάρρευσης. Οι συλλογικοί αγώνες υποχωρούν, το ίδιο και κάθε άλλη ομαδική δραστηριότητα. Ο ατομικισμός κυριαρχεί σε κάθε πλευρά της ζωής. Γίνεται επίσης περισσότερο ορατό από ποτέ, ότι αν δεν αλλάξουμε πορεία στον τρόπο που παράγουμε, ότι αν στο επίκεντρο δεν περάσει ο ίδιος ο άνθρωπος και η φύση μέσω της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, η καπιταλιστική βαρβαρότητα θα μας βυθίσει σε μια απέραντη κόλαση καμένης γης. Εδώ φαίνονται τα όρια της ιδεολογίας της ίδιας της νεωτερικότητας, του διαφωτισμού, για την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση. Μια τέτοια «κυριαρχία» δεν σημαίνει παρά καταστροφή, γιατί αυτό που η καπιταλιστική κυριαρχία επιδιώκει μέσω του υποτιθέμενου δαμασμού της φύσης, στην ουσία είναι η τελειωτική επιβολή πάνω στον ίδιο τον άνθρωπο, στοχεύει στην καλυτέρευση της μεθόδου εκείνης που αποσκοπεί στην εκμετάλλευση της εργασίας των ανθρώπων, στο κεφάλαιο. Τα καπιταλιστικά αγαθά της κατασκευασμένης ευτυχίας μετατρέπονται σε αυτό που πραγματικά είναι, στη δυστυχία. Η καπιταλιστική κυριαρχία και η ιδεολογία της σήμερα, περισσότερο από ποτέ, πετάει κάποιους «Άλλους» εκτός της παραγωγικής διαδικασίας, τους στερεί την ίδια την «ιδιότητα του πολίτη» που υποσχέθηκε ο νεωτερικός διαφωτιστικός πολιτισμός και εν τέλει την ίδια την ιδιότητα του ανθρώπου – αφού δεν τηρούν τις προϋποθέσεις των ιερών και των οσίων της εμπορευματικής κοινωνίας. Οι πλεονάζοντες πληθυσμοί εντός των εθνικών – κρατικών σχηματισμών, που ο ίδιος ο καπιταλισμός δημιούργησε, μεγαλώνουν μέρα με τη μέρα. Η διολίσθηση στην απόλυτη φτώχεια, την εξαθλίωση και εν τέλει στην αγωνία για την ίδια την επιβίωση σε ένα μεγάλο μέρος της ανεπτυγμένης καπιταλιστικής δύσης και τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις δεν είναι εικόνες από ένα μακρινό μέλλον. Μεγάλα ζητήματα ταξικού χαρακτήρα αναδύονται. Από το στεγαστικό ζήτημα (ευρωπαϊκές μητροπόλεις), μέχρι την μετακίνηση στη πόλη (Χιλή), την εξέγερση στο Χονγκ Κονγκ, τις εργατικές απεργίες και την εξέγερση στις ΗΠΑ (Μάιος 2020, Floyd), τις μεταναστευτικές στρατοπεδεύσεις και στοιβαγμούς σε μεθοριακές ζώνες δικαιωμάτων και τις εξεγέρσεις των καταπιεσμένων υποκείμενων και τα αντιδραστικά αντίποινα (βλ. φωτιές σε χώρους δράσης και εκπαίδευσης μεταναστών), τα προβλήματα γίνονται όλο και πιο ορατά.

6.

Κόμμα – αντι-κόμμα:
Κριτική και των δύο θέσεων ως παγιωμένα δόγματα που δεν λαμβάνουν υπόψη την ίδια την διαλεκτική ιστορική κίνηση και τις δεδομένες υλικές συνθήκες και ανάγκες. Αποκρύπτεται ή υποβαθμίζεται το ζήτημα της οργάνωσης που αποτελεί το βασικό πολιτικό ζήτημα του 21ου αιώνα. Ανάγκη να τεθούν τα σχετικά ερωτήματα προκειμένου να αρθεί το πρόβλημα με πρακτικούς όρους. Τα κινήματα που ασκούν κριτική στα μορφώματα του υπαρκτού σοσιαλισμού, που οργανώνονται από-τα-κάτω δίχως μία κεντρικοποιημένη (από-τα-πάνω) οργάνωση, είναι σημαντικά για την κατανόηση του σήμερα. Εκφράζεται μία αδυναμία των κομμουνιστικών κομμάτων να εμπλακούν και να οργανώσουν τα κινήματα (ενσωμάτωση του κομματικού θεσμού που δεν θέλει την οργάνωση των κινημάτων, αλλά την αφομοίωσή τους και την παλινόρθωση του κοινωνικού υπάρχοντος). Αναδύεται ως σημείο κριτικής η πρακτική αδυναμία των κινημάτων από-τα-κάτω (π.χ. δεν κατάφεραν καν να στοχεύσουν στην κατάληψη της κρατικής, ούτε να στοχαστούν πάνω στην ίδια τους την πράξη). Ο ρόλος της βίας σήμερα (στο πεδίο του δρόμου) ακόμη και βία μεταξύ διαφορετικών πλευρών του κινήματος. Διανύουμε μία περίοδο ενός διάχυτου αντικαπιταλισμού. Προεπαναστατική ή προπολεμική (-αντιδραστική) περίοδος; Ζήτημα επαναστατικής αξιοποίησης ακόμη και της προπολεμικής περιόδου. Χρειάζεται η διαλεκτική σύνδεση των αντικειμενικών συνθηκών και των υποκειμενικών (λ.χ. προπαγάνδα για την επιτάχυνση των εξελίξεων).

Θέσεις για την ελληνική κοινωνία, ελληνικό φασισμό και ιδεολογία.

7.

Πάγια θέση είναι ότι ο φασισμός είναι το ιδεολογικό συγκολλητικό στοιχείο της συγκρότησης του ελληνικού εθνικού υποκειμένου είτε ανήκει στον δεξιό είτε στον αριστερό πολιτικό χώρο. Δεν αφορά μόνο τις οργανωμένες (νεο)ναζιστικές ομαδοποιήσεις και δεν είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο που αναδύεται μόνο λόγω της κρίσης του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού. Ο ελληνικός φασισμός δεν είναι μια περιθωριακή ομάδα ατόμων που εμφανίζεται ως ένας παρακρατικός μηχανισμός μονάχα σε εποχές που η καπιταλιστική κυριαρχία νιώθει να απειλείται. Ο ελληνικός φασισμός είναι σάρκα από το σώμα της ελληνικής εθνικής ψευδο-κοινότητας, οργανώνεται και αναπτύσσεται μέσα και από τους ίδιους τους κρατικούς μηχανισμούς και φτάνει στις ευρύτερες μάζες της ελληνικής κοινωνίας, πολλές φορές εν απουσία ενός αντιφασιστικού πόλου στην αντίπερα όχθη. Ο ελληνικός φασισμός έχει ιστορική ρίζα και συνέχεια, είναι οργανικό κομμάτι της κυρίαρχης ιδεολογίας σε αυτή τη χώρα. Ο ελληνικός φασισμός έχει μόνο ένα χρώμα, το γαλανόλευκο και στοιχεία του μπορεί να εντοπιστούν ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών πολιτικών τοποθετήσεων στον αστικό πολιτικό κόσμο. Αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους/ες με ένα ακόμα δύσκολο καθήκον. Να συμβάλουμε μέσα από μια διαδικασίας μόρφωσης και αυτομόρφωσης στον απεγκλωβισμό από τον ελληνικό φασισμό και στη δημιουργία συνειδητών πολιτικών συζητήσεων και συγκρούσεων στους κόλπους της εργατικής τάξης, ακόμα να σπάσουμε την απουσία ταξικού λόγου στον αντιφασιστικό χώρο. (????) που συχνά-πυκνά στοχοποιεί τα ασθενέστερα και λιγότερο «προνομιακά» κομμάτια της, εκείνα χωρίς ελληνική ταυτότητα ή και με μειονοτική καταγωγή κτλ ως πέτρα μυρίων κακών και σκανδάλων. Είναι δεδομένο ότι η απουσία μιας κομμουνιστικής στρατηγικής επιδεινώνει τη γενικότερη κατάσταση όπου η κυρίαρχη ιδεολογία, οι φασίστες και άλλοι μηχανισμοί του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού βρίσκουν πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης και ολοκλήρωσης του δολοφονικού τους έργου. Για αυτό για εμάς ο αγώνας για την σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν μπορεί παρά να περάσει ως ένας επαναστατικός οδοστρωτήρας πάνω από το ζόμπι που λέγεται ελληνικός φασισμός και εθνικισμός ή δεν θα υπάρξει. Καμία ειρήνη ή συνθηκολόγηση δεν μπορεί να υπάρξει από την πλευρά μας με τον ελληνικό φασισμό, εθνικισμό και ιδεολογία.

8.

Η σύσταση του νεοελληνικού Κράτους και η εθνική του ιδεολογία οργανώθηκε γύρω από λόγους και πρακτικές τόσο αντι-μουσουλμανικές όσο και αντισημιτικές ως βασικές προϋποθέσεις και αποτελέσματα ταυτόχρονα της ελληνοποίησης και της συγκρότησης της ίδιας της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Με άλλα λόγια αντι-μουσουλμανισμός και αντισημιτισμός αποτέλεσαν δύο από τα σπουδαιότερα κοινωνικά χαρακτηριστικά αναφορικά με τη γένεση και την περαιτέρω διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας. Εδώ όμως έρχονται άλλα δύο χαρακτηριστικά που παίζουν κεντρικό ρόλο στη περαιτέρω διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας και συχνά παραλείπονται από τις πολιτικές αναλύσεις. Το συνολικό μίσος που ιστορικά εκδηλώθηκε σε βάρος κάθε μικρής ή μεγάλης εθνοτικής ομάδας μέσα στην ελλαδική επικράτεια και ως μια ξεχωριστή κατηγορία που θα μας απασχολήσει και αργότερα που είναι ο αντιτσιγγανισμός.

9.

Ο αντιτσιγγανισμός είναι μια μορφή ρατσιστικής έκφρασης που ιστορικά έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δαιμονοποίηση του «διαφορετικού», του Άλλου και εν τέλει έπαιξε πυρηνικό ρόλο στη σφυρηλάτηση της ελληνικής εθνικής λαϊκής κοινότητας – της φαντασμαγορικής κοινότητας με βάση την κοινή καταγωγή, το αίμα κοκ – που σε πολλές διαφορετικές ιστορικές στιγμές εκδηλώθηκε ιδιαίτερα δολοφονικά απέναντι στις μη ενσωματωμένες σε αυτή, κοινότητες. Ειδικότερα σε εποχές μιας συνολικότερης κρίσης και υποχώρησης της οργανωμένης κομμουνιστικής πολιτικής έκφρασης ή καλύτερα να πούμε σε περιόδους ενσωμάτωσης της υπάρχουσας αριστεράς στην κυρίαρχη ιδεολογία και την αστική πολιτική νομιμότητα, το πρόβλημα του αντιτσιγγανισμού διογκώθηκε. Δεν είναι λίγες οι φορές που τμήματα του αριστερού/αναρχικού χώρου έχουν εκφραστεί με ανοιχτά ρατσιστικό τρόπο εναντίον των Ρομά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτή η τάση αντιπροσωπεύει όλους/ες συμμετέχουν στις εν λόγω ομάδες (ή έχει εκφραστεί μέσα από κείμενα τους). Ωστόσο, όλοι/ες μας έχουμε ζήσει περιπτώσεις που στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, ανάλογες απόψεις βγήκαν στην επιφάνεια άλλες φορές με δειλό τρόπο και άλλες όχι. Αν και στη θεωρία τα άτομα αυτά, που είναι συχνά και μέλη κομματικών οργανώσεων, αναφέρονται στη πανανθρώπινη χειραφέτηση και σε ένα θολό αντικαπιταλισμό, στη πράξη αναπαρήγαγαν όχι λίγες φορές τις θεωρίες της συλλογικής ευθύνης των Ρομά οι οποίοι το έχουν σαν δεύτερη φύση τους μονίμως να παρανομούν με το ένα τους πόδι έξω και το άλλο μέσα στην ιδεώδη αστική κοινωνία της εργασίας, του κέρδους, του εμπορεύματος και του αμοιβαίου οφέλους. Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, όλα τα προηγούμενα χρόνια και δεκαετίες, ο αντιτσιγγανισμός βρήκε υλικούς τρόπους έκφρασης, χωρίς πολλές αντιδράσεις από μια τέτοια αριστερά. Από το 2013 και μετά μετράμε αρκετές επιθέσεις ενάντια στις κοινότητες των Ρομά. Πολλές μάλιστα είχαν χαρακτήρα πογκρόμ (βλ: Λακωνία, Μενίδι). Η καρδιά του αντιτσιγγανισμού χτυπά δυνατά σε ολόκληρη τη χώρα, εκεί που οι κοινότητες των Ρομά έχουν μόνιμα να αντιμετωπίσουν ένα ιδιαίτερα ρατσιστικό περιβάλλον και άθλιες συνθήκες διαβίωσης με κύριο υπεύθυνο τις ελληνικές κρατικές αρχές σε συνολικό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Η ιστορία των κοινοτήτων των Ρομά στην Ελλάδα παραμένει εντελώς άγνωστη στο ευρύ κοινό. Σκόπιμα δεν έγινε ποτέ αντικείμενο ιστορικής έρευνας από την αριστερά κάθε τάσης, οι συνθήκες ζωής τους δεν απασχόλησε σχεδόν ποτέ τις ΜΚΟ ή άλλου είδους «ανθρωπιστικές» οργανώσεις, εκτός πάντα ελαχίστων εξαιρέσεων και με αμφιλεγόμενα κίνητρα. Η ιστορία των κοινοτήτων των Ρομά κείτεται στα άδυτα του ελληνικού εθνικού καπιταλιστικού σχηματισμού. Η φήμη τους, σε ολόκληρη την Ελλάδα, συνδέθηκε με παλιούς και σύγχρονους μύθους, πλάθοντας μια εικόνα που κάποιες φορές επικεντρώθηκε στο ότι είχαν μεταφυσικές ιδιότητες και άλλες περιορίστηκε στην εικόνα μιας κατώτερης φυλής που νομοτελειακά αποτελείται από κλέφτες, απατεώνες και εγκληματίες. Οι Κομμουνιστές/τριες με μνήμη στέκονται στο πλευρό των κοινοτήτων Ρομά στη χώρα και παλεύουν με κάθε μέσο που διαθέτουν ενάντια στον αντιτσιγγανισμό. Διεκδικούμε την ελεύθερη μετακίνηση και εγκατάσταση των Ρομά/Ρομνί όπου αυτοί/ες επιλέξουν και με αξιοπρεπή συνθήκες διαβίωσης.

  • Κριτική στη γενίκευση, ότι οι Ρομά αποτελούν ομοιόμορφη κοινωνική ομάδα.
  • Κριτική στην αγιοποίηση των μειονοτήτων

10.

Αγιοποίηση των μειονοτήτων. Αν όμως από τη μία συναντάμε εκείνη τη βία και περιθωριοποίηση απέναντι στις μειονότητες που μας έρχεται από τα πάνω, πάντα σε ανοιχτή διαλεκτική σχέση και αλληλοτροφοδότηση με την εθνο-λαϊκή βία από τη βάση, υπάρχει και μια άλλη, δεύτερη όψη, που στην ουσία συμπληρώνει την πρώτη. Πολιτικοί χώροι, μικρές και μεγάλες αντιφασιστικές ομάδες αυτήν την στιγμή στην Ελλάδα και την Ευρώπη, τοποθετούν ένα φωτοστέφανο στις μειονότητες, ανάγοντας τες σε ένα άγιο – πέρα από κάθε κριτική – νέο επαναστατικό υποκείμενο ή πρωτοπορία. Μια τέτοια αντίληψη πρώτα από όλα πηγάζει από την απαισιοδοξία που διατρέχει αυτούς τους πολιτικούς χώρους, που είναι κατά κύριο λόγο ταυτοτικοί ή είναι μια απορρέουσα πολιτική μικροαστικών ρευμάτων του σύγχρονου ακαδημαϊσμού. Η ιδεολογία αυτή πηγάζει μέσα από την δαιμονοποίηση του δυτικού ως πηγή του κακού και αγιοποίηση του μη δυτικού. Βλέπει μονάχα μια σχέση Κύριου και υποτελή και αδυνατεί να αναλύσει τις ενοποιητικές εκείνες κατηγορίες του πολιτισμού της αξίας. Ο Δημοκρατικός «αντιφασιστικός» καταγγελτικός λόγος αυτών των ρευμάτων που εστιάζει στον ρατσιστή δυτικό πιάνεται κάθε φορά στον ύπνο όταν ξεχνά πως έχει ως αναφορά και ως σιωπηλή προϋπόθεσή του -“πάνω” από το κεφάλι του και “πίσω” από την πλάτη του – τις ίδιες τις αρχές του Διαφωτισμού: το Κράτος-Έθνος των αφηρημένων ελευθεριών και των ατομικών πολιτικών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια οι ιδέες και αξίες του παραμένουν εγκλωβισμένες στις κάλπικες υποσχέσεις του Διαφωτισμού, αδυνατούν να συλλάβουν την ουσία της Ιδεολογίας. Έτσι η υποτιθέμενη επαναστατική του ριζοσπαστικότητα κατρακυλά και εκεί που βρίσκεται και αυτό που υποτίθεται ότι πολεμά. Ο Άλλος δεν είναι ένα υποκείμενο πια, που ζει και συμπεριφέρεται όπως όλοι – ες μας ή κουβαλάει τα κακά και τα καλά όπως όλοι μας, αλλά ένα βολικό κατοικίδιο που κατοικεί στα ιδεολογικά παλάτια του ιδεολογικού καταγγελτικού, ταυτοτικού αντιφασισμού.

  • η ανάλυση τι εννοούμε ενοποιητικές κατηγορίες του πολιτισμού της αξίας (περιγραφή)
  • Πολιτική προνομίων (κριτική στην έννοια του προνομίου)

*Αγιοποίηση σημαίνει πως δε μπορεί κανείς να το ακουμπήσει, να το θίξει, όποιος το κάνει είναι ιερόσυλος. Με αυτό τον τρόπο η αγιοποιημένη μειωνότητα λαμβάνει μια υπερβατική, εξωκοινωνική υπόσταση και η “υπεράσπισή” της καταλήγει ιδεαλιστικά στην υπεράσπιση μιας θεϊκής υπόστασης. Ο χώρος του μειονοτικού γίνεται ένας απόλυτος χώρος όπου η κριτική απαγορεύεται ή δεν έχει ισχύ.
*Οι μειωνότητες, όπως ο προλετάριος και ο κεφαλαιοκράτης κατέχουν μια συγκεκριμένη θέση στην κεφαλαιοκρατική δομή. Η θέση τους αυτή δεν πηγάζει από μια ηθική επιταγή αλλά πρόκειται για προϊόν του εξορθολογισμού της παραγωγής και αναπαραγωγής των μέσων επιβίωσης στην εποχή της νεοτερικότητας. Όλοι συμμετέχουν άθελά τους στην αυτο-αξιοποίηση της αξίας με τη διαφορά ότι οι μειονότητες βρίσκονται στην ατυχή θέση της μέγιστης εκμετάλλευσης. Η αγιοποίηση των μειονοτήτων καταλήγει (πως;) σε μια ηθικολογία όσον αφορά μια πλήρως ορθολογικοποιημένη θέση στην κεφαλαιοκρατική δομή. Αφήνει λοιπόν άθικτη τη δομή στην οποία όλοι εμπεριέχονται.
*Η παραπάνω θέση (…πολιτικός λόγος που δε συλλαμβάνει την ολότητα…αφήνει άθικτη τη δομή…) καταλήγει γραφική αν δεν κατανοήσει αρχικά και στη συνέχεια ασκήσει κριτική σε μια σειρά από ζητήματα που η άρνηση των προνομίων προσπαθεί να θίξει. Ποια είναι αυτά τα ζητήματα;
(α) Κοινωνική/Οικονομική αδικία: προσπαθεί να προκαλέσει μια εξισορρόπηση της αδικίας – ψευδής εξισορρόπηση καθώς τα εθνικά δικαιώματα διατηρούνται θεσμικώς αναλλοίωτα.
(β) Προσπαθεί να καταφέρει ένα πλήγμα στην ελληνική εθνική λαϊκή κοινότητα προβαίνοντας σε έναν αφορισμό (αντί της κριτικής) της εθνικής ταυτότητάς τους και της ιδεολογίας (ανθελληνικός αντιφασισμός) – ο αφορισμός διαφέρει από την κριτική στο βαθμό αναγνώρισης της πραγματικότητας, άρα και στη δυνατότητα παραγωγής μιας νέας.
(γ) Προσπαθεί να προσεγγίσει τις μειονότητες με στόχο την ταξική αφύπνιση/συνεργασία – πρόκειται για ψευδή πρόφαση καθώς η αποκήρυξη είναι

Έθνος-Κράτος-Κεφάλαιο

Η ανάδυση του κεφαλαίου, η πρωταρχική συσσώρευση, η βίαιη αποκοπή των μέσων παραγωγής από τους εργαζόμενους ανθρώπους, η θέσπιση του ελεύθερου εργαζόμενου-πωλητή εργατικής δύναμης και του ελεύθερου κεφαλαιοκράτη-αγοραστή μέσων παραγωγής, αποτελεί την αντικειμενική συνθήκη για το ξεπήδημα των Εθνών. Τα τελευταία δεν αποτελούν προϊόν του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής αλλά παρέχουν τα κατάλληλα εργαλεία, κατασκευάζουν, επιδιορθώνουν και συντηρούν τη βασιλική οδό για την αποδοτικότερη οργάνωση της κεφαλαιοκρατικής αστικής κυριαρχίας. Κατ’ αυτό το τρόπο, δεν είναι τα έθνη που συγκροτούν τον εθνικισμό αλλά ο εθνικισμός που συγκροτεί τα έθνη. Τα τελευταία, μέσα από τις εθνικιστικές εθνοαπελευθερωτικές επαναστάσεις, βίαιες διαδικασίες μετάβασης από τις παραδοσιακές αυταρχικές κοινωνίες φεουδαρχίας στις σύγχρονες νεοτερικές κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες, εγκαθιδρύονται ως έθνη-κράτη. Εκτός λοιπόν από το «εμπόρευμα», το «χρήμα», την «εργασία», την «αγορά», το «Κράτος», στις θεμελιώδεις κατηγορίες παραγωγής και αναπαραγωγής της αξίας των σύγχρονων κοινωνιών περιλαμβάνεται και το «Έθνος».

Η κεφαλαιοκρατική κοινωνία αναπαράγεται στο πλαίσιο του κάθε συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, στο έδαφος του έθνους-κράτους. Η μορφή του έθνους-κράτους εμφανίζεται και λειτουργεί ως πολιτικό υποκείμενο που αναγνωρίζεται και αναγνωρίζει άλλα όμοιά του μέσα από το δίκτυο της παγκόσμιας αγοράς και των σχέσεων εξουσίας. Ο κόσμος μας θρυμματισμένος σε έθνη-κράτη λειτουργεί ως τέτοιος μέσα από το πλέγμα της αναπτυξιακής ανισομέρειας τους. Το έθνος ως έθνος-κράτος δε πρόκειται για πλάνη αλλά συγκροτεί τα μεμονωμένα ατομικά κεφάλαια σε συνολικό εθνικό. Το κάθε έθνος-κράτος εμφανίζεται ως υποκείμενο κινητή της ιστορίας του και ως τέτοιο αποτελεί οργανικό κομμάτι του κόσμου ο οποίο έχει μετασχηματιστεί σε κόσμο των εθνών-κρατών. Έτσι, το έθνος-κράτος λειτουργεί ως πιστός οδηγός στην αυτο-αξιοποίηση της αξίας (Χ-Ε-Χ), στην διατήρηση των κεφαλαιοκρατικών μορφωμάτων ως «δομές δίχως υποκείμενο». Στη περίπτωση αυτή υποκείμενο δεν είναι ο άνθρωπος, κεφαλαιοκράτης ή προλετάριος, υποκείμενο είναι το ίδιο το κεφάλαιο που έχει ως στόχο τον εαυτό του.

Εθνική ιστορία

Εντός των εθνικών συνόρων επανανοηματοδοτούνται όροι, έννοιες (π.χ. Ελλάς, Τουρκοκρατία, εθνοαπελευθερωτική επανάσταση) και γεγονότα έτσι ώστε το Έθνος να φυσικοποιείται ως υπόσταση, να αποσιωπάται δηλαδή ο ιστορικός και εφήμερος χαρακτήρας του. Αυτό γίνεται επιτηδευμένα και μεθοδευμένα από τους μηχανισμούς του έθνους-κράτους και δίνει στην ιστορία τον χαρακτήρα ενός φετίχ: το κοινωνικό-αντικειμενικό και το κοινωνικό-υποκειμενικό, τα γεγονότα και η κοινωνική νοηματοδότηση που τους προσάπτεται, δεν διατηρούν ουσιαστική σχέση. Η εθνική ιστορία συγκαλύπτει τις αντικειμενικές-εσωτερικές ταξικές αντιθέσεις που διέπουν τον κοινωνικό σχηματισμό και αντικαθιστά την ιστορία της πάλης των τάξεων με την ιστορία των εθνών. Μια τέτοια αντίληψη της ιστορίας διακρίνει εσχατολογικά μια ξεκάθαρη πρωταρχική αγνή στιγμή και ένα τελικό σημείο, την εθνική ολοκλήρωση. Η εγγενής σχέση ανάδυσης της κεφαλαιοκρατίας και των εθνών καθιστά την εθνική ιστορία μια εθνική αφήγηση της κεφαλαιοκρατίας της οποίας αποτελεί δομικό συστατικό, μια αυτοαναφορά, ένα κυκλικό επιχείρημα. Με τον ίδιο τρόπο που φυσικοποιείται η υπόσταση του έθνους φυσικοποιούνται και τα κεφαλαιοκρατικά κοινωνικά μορφώματα. Η εθνική διαχείριση της ιστορίας έχει ως αποτέλεσμα, κεφαλαιοκρατία και έθνος να εμφανίζονται την ίδια στιγμή τόσο ως πραγματικά όσο και ως φαινομενικά: πραγματικά καθώς συμβαίνουν κάθε στιγμή και φαινομενικά καθώς η νομοτέλεια-φυσικότητά τους διατηρεί την εγκυρότητά της μόνο στο βαθμό που τα υποκείμενα δε συνειδητοποιούν τη πρακτική τους δράση και τη θέση που καταλαμβάνουν στη δομή. Η εθνική ιστορία προβάλει στις συνειδήσεις των εθνικών υποκειμένων τη πραγματικότητα του κεφαλαίου και των εθνών ως ένα φυσικοποιημένο πεδίο δυνατοτήτων.

Εθνοποιημένα υποκείμενα (Εγώ-Άλλος)

Η διαχείριση της καθημερινής ζωής των υποκειμένων, η υπαγωγή των ατόμων σε ένα θεσμικό-δικαϊκό πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων καθιστά το έθνος-κράτος μια ιδόμορφη μηχανή μεταμόρφωσης των συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων σε αφηρημένων εθνικών. Το έθνος-κράτος πρόκειται για μια ιδιόμορφη μηχανή παραγωγής υποκειμενικοτήτων. Η έκταση και η επίδραση της παραγωγής αυτής καταλήγει σε μια φαντασμαγορία της «εθνικής ενότητας» καθώς αίρεται πλασματικά ο ταξικός ανταγωνισμός. Η εθνική ιστορία, ως φετίχ, αποτελεί την εσωτερικευμένη λογική που διαπερνά τα εθνοποιημένα υποκείμενα παρέχοντάς τους μια μόνιμη υπαρξιακή ασφάλεια ως a priori αντικειμενική αλήθεια. Η εθνική διαχείριση της ιστορίας παράγει δύο βασικές ψευδαισθήσεις: (α) την εθνική ταυτότητα ως ιστορικά απωθημένη και (β) την σκέψη περί εθνικής ολοκλήρωσης μέσα από μια πάλη με το ξένο.

α) Η ιστορική απώθηση της εθνικής ταυτότητας βασίζεται στη πλαστή πεποίθηση πως μια φυλή, ένα έθνος, διατηρεί αναλλοίωτα κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά από τις απαρχές της ιστορίας. Το όμαιμον-ομόγλωσσον-ομότροπον-ομόθρησκον θεμελιώνεται στη λογική της αμεταβλητότητας και της διαφοράς και έρχεται διαρκώς σε αντίφαση με την ομιχλώδη υπόσταση των ίδιων αυτών κατηγορημάτων κατά την διάρκεια της ιστορίας. Η εθνική ταυτότητα εμφανίζεται ως απωθημένη αφού θεωρηθεί εκ των υστέρων πως το “αναλίωτο” στοιχείο της ήταν “επι αιώνες” αποσιωπημένο, κρυφό και ότι ξάφνου (μετά την ανάδυση του έθνους-κράτους), γίνεται “γνωστή” και “αληθής”.

β) Η λογική της ταυτότητας του έθνους εκτυλίσσεται σε δύο επίπεδα. Στο υποκειμενικό, το Εγώ έχει συγκροτηθεί πριν από τη γέννησή του, εσωτερικεύει την κατοπτρική εικόνα του ομοίου εξοβελίζοντας τον έτερο ως αρνητική αντανάκλαση του εαυτού του. Στο αντικειμενικό-κοινωνικό, η διαλεκτική συγκρότηση της κατασκευής του Εγώ σε αντιδιαστολή με τον Άλλο και η συμφυής τάση εξόντωσης του αλλότριου ενυπάρχει από την πρώτη στιγμή της συγκρότησης του κοινωνικού σχηματισμού. Έτσι, η λογική του έθνους σιχαίνεται την συνύπαρξη της διαφοράς σε ένα ενιαίο σύνολο και πασχίζει με κάθε μέσο να κατασκευάσει μια καθαρή ταυτότητα, την εθνική, το καθαρό Εγώ. Ορίζοντας την καθαρή ταυτότητα, το Εγώ ως τον θετικό πόλο, εξορκίζει το αντίθετό του τη μη-ταυτότητα, τον Άλλο ως τον αρνητικό πόλο. Η κατασκευή τη ταυτότητας του Εγώ και του Άλλου ενέχει την ταύτιση του εαυτού με το όμοιο και τον αποκλεισμό του διαφορετικού. Σε αυτό το σημείο εμπεριέχεται σπερματικά η καταστροφή-εξόντωση του Άλλου.

Η θεαματική προβολή του ατόμου ως δημιουργού-μεγαλουργού κατέρρευσε μπροστά στην αναγκαιότητα αναπαραγωγής της ίδιας της ζωής των ανθρώπων εντός των κεφαλαιοκρατικών κοινωνιών. Η υπόσχεση του φιλελευθερισμού που πάρθηκε τη περίοδο των εθνοαπελευθερωτικών επαναστάσεων και της εγκαθίδρυσης των εθνών-κρατών απέτυχε παταγωδώς. Η συμμετοχή στη γραμμή παραγωγής, η καταπίεση του ατομικού ναρκισσισμού στο επίπεδο ενός απλού εξαρτήματος σε μια μηχανή εξορθολογισμού, μετατίθεται στη μόνιμη υπαρξιακή ασφάλεια που του παρέχει ο συλλογικός ναρκισσισμός. Η αίσθηση του εθνικού «ανοίκειν», ο πατριωτισμός-εθνικισμός λειτουργεί ως αποζημίωση και αποκαθιστά σε ένα βαθμό την αυτοεκτίμηση των ατόμων την οποία η ίδια η συλλογικότητα τους έχει στερήσει και που ελπίζουν να επανακτήσουν πλήρως μέσω της αυταπατόμενης ταυτοποίησής τους με αυτόν. Η ίδια η δομή που παράγει και παρέχει τα όνειρα είναι αυτή που τα στερεί. Ο εθνικισμός-πατριωτισμός είναι συστατικό στοιχείο του «σχιζοειδούς υποκειμένου της αξίας».

Σημειώσεις

I.

Η μαρξική μεθολογία και θεωρία δεν αποτελεί μια κριτική του λεγόμενου ταξισμού (κοινωνικές διακρίσεις με βάση τον πλούτο).
Η έννοια της τάξης δεν είναι ιδεολογική έννοια (κριτική σε φιλελευθερισμό).
Δεν απευθυνόμαστε σε ένα αρρενωπό βιομηχανικό προλεταριάτο που καλείται να κάνει την επανάσταση, αλλά σε όλους τους εργαζόμενους.
Κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής διαμεσολαβείτε από το κεφάλαιο.
Όταν λέμε εργατική τάξη δεν εννοούμε το αρρενωπό, «λαϊκό» υποκείμενο που αντανακλάται στις περισσότερες οργανώσεις της αριστεράς και του αναρχικού χώρου. Αντιθέτως, εννοούμε όλα τα υποκείμενα τα οποία όχι μόνο πουλούν την εργατική τους δύναμη, όχι μόνο παραμένουν στην εξαθλίωση και την ανεργία, αλλά στη σημερινή καπιταλιστική κρίση απειλείται η ίδια τους η ύπαρξη. Δεν θα μπορούσαμε να αφήσουμε έξω από την εργατική τάξη τα γυναικεία υποκείμενα, τους σεξεργάτες/τριες και τα lgbtq+ άτομα, τα οποία εκτός από την εκμετάλλευση που αναφέραμε έχουν να αντιμετωπίσουν και την διάχυτη ομοφοβική-σεξιστική βία. Μετανάστριες και μετανάστες που το σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος τους αρνείται οποιαδήποτε ιδιότητα του πολίτη στο εσωτερικό αυτών των εθνικών σχηματισμών. Με άλλα λόγια μιλάμε για όσες και όσους δεν έχουν ελληνικά χαρτιά και τις θηλυκότητες της εργατικής τάξης οι οποίες εκτός από την διάκριση των μισθών έχουν να αντιμετωπίσουν την, αόρατη στα αρρενωπά υποκείμενα, σεξιστική βία από το λεωφορείο μέχρι το δρόμο για την εργατική κατοικία.
Αν και το κυρίαρχο δόγμα σήμερα της νεοφιλελεύθερης γυναίκας είναι αυτό της πετυχημένης στη δουλειά, με το όμορφο κατασκευασμένο σώμα στο γυμναστήριο και φυσικά η άρνηση της πυρηνικής οικογένειας, υπάρχει και η εργάτρια γυναίκα η οποία πουλά την εργατικής της δύναμη διπλά (δουλειά και σπίτι-νοικοκυριό).
Η κρίση του κομμουνιστικού προτάγματος και ο φετιχοποιημένος αντικαπιταλισμός γέννησε και ένα πολιτικό μεταμοντέρνο τερατούργημα, πολύ συχνά ενσωματώσιμο στην κυρίαρχη εθνική αφήγηση (π.χ. στην περίπτωση της γερμανικής). Οι μεταμοντέρνες ιδεολογικές αφηγήσεις που συχνά πάτησαν σε αυτή την απουσία του κομμουνιστικού κινήματος ενάντια στο υπάρχον, βγήκαν στην επιφάνεια δήθεν προβάλλοντας “νέες” απαντήσεις σε “παλιά” προβλήματα που το κομμουνιστικό κίνημα αδυνατεί να απαντήσει. Έτσι η γενική παραδοχή του αγώνα «ενάντια στην εκμετάλλευση» (exploitation) αντικαταστάθηκε από τον αγώνα «ενάντια στις «διακρίσεις» (discrimination), της «πολιτικής των ταυτοτήτων» (identity politics), το critical whiteness κ.ο.κ. Εκτός του ότι αυτές οι θεωρίες έχουν τα δικά τους όρια θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι στην κύρια πολιτική αφήγηση αυτών των τάσεων συναντούμε έναν από τους πιο χυδαίους αντικομμουνισμούς και τον πιο αντιδιαλεκτικό τρόπο προσέγγισης των κοινωνικών ζητημάτων που συχνά αμφιταλαντεύεται μεταξύ της “δημοκρατίας” και του “μηδενισμού”. Αυτές οι θεωρίες αδυνατούν να συλλάβουν το κεφάλαιο ως σχέση κοινωνικής κυριαρχίας με μια ιδιαίτερα σύνθετη και ολοποιητική δομή πρακτικών και νοητικών κατηγοριών. Αυτός είναι και από τους βασικότερους λόγους που συναντούμε συχνά σε αυτούς τους πολιτικούς χώρους τραγικές αντιφάσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση μιας “think tank” αυτού του χώρου της Judith Butler η οποία από τη μία μιλάει για την αποδόμηση των κοινωνικών φύλων και από την άλλη στηρίζει καθεστώτα όπως την ΧΑΜΑΣ στην Γάζα.

II. Ο αντισημιτισμός, ο αντιμουσουλμανισμός και ο αντιτσιγγανισμός είναι βασικά συστατικά της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας. (θέσεις 8, 9)

III. Έχουμε κάνει αρκετές απόπειρες στο παρελθόν να αναστοχαστούμε πάνω στα αίτια που έφεραν το ανταγωνιστικό κίνημα σε αυτή τη κατάσταση σήμερα. Η αναγκαιότητα για ένα σχέδιο αυτοκριτικής, αυτομόρφωσης και, τελικά, της πρακτικής ανασύστασης του κομμουνιστικού κινήματος είναι πιστεύουμε η μόνη ρεαλιστική πρόταση αυτή την στιγμή που η Μαρξιστική Αριστερά εμφανίζεται ως ένα ιστορικό ερείπιο. Η συσσωρευμένη γνώση του σήμερα υπαγορεύει ότι οι παρελθούσες, αποτυχημένες προσπάθειες χειραφέτησης των καταπιεσμένων δεν αποτελούν στιγμές γεμάτες δυνατότητες που πρέπει να εξαργυρωθούν στο σήμερα, αλλά μάλλον να ιδωθούν από το πρίσμα του τότε και ως «αυτό που πραγματικά ήταν» – αυτές τις ιδεολογικές απόπειρες του προλεταριακού κινήματος που τελείωσαν με μια ήττα σε βάρος μας και εξελίχθηκαν σε τραγωδία. Είμαστε οι κριτικοί κληρονόμοι αυτής της ιστορικής παράδοσης, που καλούμαστε να την επανεξετάσουμε και να την επεξεργαστούμε για να αναδυθούν οι κομμουνιστικοί αγώνες του μέλλοντος.

Θέσεις που παρήγαγε το Shades σε μια τηλεδιάσκεψη με θέμα τα γεγονότα στον Έβρο και τα νησιά:

I. Υπάρχει ιστορική συνέχεια άστοχης κριτικής που ασκεί η αριστερά στον αντι-ιμπεριαλισμό και σε ότι έρχεται απ’ «έξω από τα σύνορα», το ξένο κεφάλαιο (φετιχοποιημένος αντικαπιταλισμός).

II. Η αριστερά αρνείται να ασκήσει ουσιαστική κριτική στον ελληνικό εθνικισμό – Όσο ριζοσπαστικός και αν φαντάζει ο ανθελληνικός αντιφασισμός και ο λόγος περί τέλους των μεγάλων αφηγήσεων, παραμένει ιδεολογικός αντιφασισμός από την στιγμή που δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές συνθήκες πέραν της γειτονιάς και στην δημιουργία ενός επαναστατικού κινήματος σήμερα. Περισσότερο προκαλεί τον ερεθισμό και την συσπείρωση της αντίδρασης.

III. Διπλή ιστορική ήττα της αριστεράς: (α) Νεκρή η αριστερά μετά τον εμφύλιο, πλέον έχει μείνει μόνο το βρομερό ιδεολογικό της πτώμα που στέκεται εμπόδιο στην επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος. Αδυνατεί να βρει την έξοδο διαφυγής από ένα ρεφορμιστικό αστικό-δημοκρατικό πρόταγμα (β) Απόδειξη η αμηχανία της μπροστά στην αυθόρμητη οργάνωση παραστρατιωτικών ομάδων πολιτοφυλακής και τους εκτελεσθέντες/δολοφονηθέντες στα σύνορα. Δεν υπήρξε κάποια αντανακλαστική κίνηση που να εκμεταλλεύτηκε τις αντικειμενικές συνθήκες κρίσης ώστε να δημιουργήσει ρήγματα εντός του εθνικού κοινωνικού σχηματισμού.

IV. Δημιουργία ενός τέτοιου ρήγματος: (α) Η εθνική ενότητα συγκαλύπτει τις ταξικές αντιθέσεις (β) Κριτική στην εκκλησία με αφορμή τις επικίνδυνες κορονο-διαθέσεις της (η Ελλάδα δε πέρασε τον Διαφωτισμό από την άποψη ότι δεν διαχωρίστηκε η εκκλησία από το κράτος).

V. Τίθεται το ερώτημα της οργάνωσης αναπτύσσοντας το ιδεολογικό σχήμα κόμματος – αντικόμματος.

Σημειώσεις «ρεμπέτ ασκέρ»

  • Διαφορά κομμουνιστικού/σοσιαλδημοκρατικού λόγου
  • Πρόσφυγες και ζήτημα εθνικής ταυτότητας και του «Άλλου»
  • Κράτος και μονοπώλιο της βίας – οντολογία του κράτους
  • Εμφύλιος, επίσημη ιστορία, εθνική αφήγηση
  • Ιμπεριαλιστικός πόλεμος
  • Οικολογία και πλανητικά όρια – πατριωτικός-εθνικός λόγος – οικοφασισμός
  • Πρόπλασμα μιας κομμουνιστικής οργάνωσης – ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα – οι ταξικοί αγώνες στον ελλαδικό χώρο
  • Ζήτημα μειονοτήτων
  • Διεθνισμός – ο βασικός εχθρός βρίσκεται μέσα στην ίδια μας τη χώρα
  • Διαλεκτική προόδου και μη-προόδου (διαλεκτική του τρόμου, ολοκλήρωση του βιομηχανικού πολιτισμού ως συστηματική-εργοστασιακή εξόντωση)
  • Κριτική στον αντιϊμπεριαλισμό (ανάθεση του εχθρού έξω από τη χώρα) – φετιχοποιημένος αντικαπιταλισμός στη βάση ενός εθνοτικού κοινοτισμού με το δίπολο «καταπιεζόμενο έθνος» – «καταπιεστικό έθνος»
  • Φοίβος: αποφυγή a priori κατηγορημάτων (λ.χ. ιδεολογία, αντιδιαλεκτική) ως επαναλαμβανόμενων τσιτάτων
  • Έμφυλο ζήτημα – ενασχόληση με την φεμινιστική θεωρία
  • Επεξεργασία θέσεων 1-3 και 5 κειμένου Lucifugo για τον αντισημιτισμό.
  • Φιλελευθερισμός – δικαιωματικός λόγος/αγώνας – επαναστατική προοπτική
  • Ενασχόληση με τις ιστορικές συνθήκες των προεπαναστατικών περιόδων
  • Κριτική σε φορμαλιστική σχετικοποίηση (μέσα – σκοπός). Κριτική σε επιστήμες ανθρώπου – στατιστική, μαθηματικοποίηση μαζών (αντικειμενοποίηση)κτλ.
 

Θέση 2.
Σχετικά με την έννοια του “ολοκληρωτισμού” στο χωρίο:
“Η ψευδο-έννοια του “ολοκληρωτισμού” είναι ένα εργαλείο φτιαγμένο να προστατεύει τα ιερά και τα όσια της Δημοκρατίας της Αγοράς και μπορεί, ενίοτε, να χρησιμοποιηθεί και ως φονικό όπλο ενάντια-στο-χρήστη-της, εφόσον είναι η καθολική αδιαφορία ως προς το περιεχόμενο που την καθιστά ευκολόχρηστη από σχεδόν όλους τους πολιτικούς χώρους, ακόμα και τους διαμετρικά αντίθετους.”

Προτείνω: Η ψευδο-έννοια του “ολοκληρωτισμού” είναι ένα εργαλείο, φτιαγμένο για να προστατεύει τα ιερά και τα όσια της Δημοκρατίας της Αγοράς. Το περιεχόμενό του όμως απουσιάζει καθώς υπαγορεύει έναν εκτυφλωτικό δυισμό μεταξύ καλού (ελευθεριακού/δημοκρατικού)-κακού (ολοκληρωτικού) αποφεύγοντας συζητήσεις γύρω από τους στρατηγικούς στόχους, τα μέσα που διατίθενται για την επίτευξή τους βάση των αντικειμενικών συνθηκών και γενικά οτιδήποτε αφορά τη πραγματική-πρακτική οργάνωση και ρήξη με το καπιταλιστικό υπάρχον. Η χρήση της γίνεται με ιδιαίτερη ευκολία λόγω εγγενούς αυτο-αναφορικότητας και κενού σημαίνοντος: οτιδήποτε παρεκκλίνει από τον Ιδανικά-Φτιαγμένο ή Επιθυμητό-Κόσμο είναι “ολοκληρωτισμός”.

 
 

Το κοιτάω φίλε. Εγώ δεν έχω θέμα.

 
 

αίτημα σύνδεσης;

 
 

Τι εννοείς;

 
 

Φίλιππε έβαλα την αλλαγή στην τελευταία παράγραφο

 
 

Έκανα κάποιες εκφραστικές/υφολογικές μετατροπές στις θέσεις 1 και 2.

 
 

Βάζω και μία “6η” θέση, απλά επειδή με μία γρήγορη ματιά δεν μπόρεσα να κολλήσω σε κάποια απ’ τις ήδη υπάρχουσες, κάποιες προτάσεις που έγραψα και με την ευκαιρία θέτω το εξής ερώτημα: σ’ αυτό που έγραφα υπάρχει η εξής φράση “ο τερματισμός της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και η εγκαθίδρυση της ακρατικής και αταξικής κοινωνίας” και παρατήρησα (κάτι που μου είχε διαφύγει μέχρι τώρα) ότι στην θέση 1, αναφέρεται ήδη μία παρεμφερής πρόταση, η εξής, “η ανατροπή της εξουσίας του και το άνοιγμα του δρόμου για τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό, δηλαδή την αταξική κοινωνική οργάνωση και τον τερματισμό της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο”. Σε αυτή την πρόταση θα μπορούσε να είχε αναφερθεί και η “ακρατική κοινωνία”, όπως γράφω κι εγώ, πλάι στα άλλα, όμως δεν έγινε. Υπάρχει κάποια θεωρία (ή έστω, λιγότερο αυστηρά, μια άποψη/γνώμη) περί κράτους που λίγο-πολύ μοιράζεστε οι υπόλοιποι, σύμφωνα με την οποία το “ακρατική κοινωνία” δεν μπορεί να είναι στόχος/δεν βγάζει νόημα;

 
 

εγώ την βρίσκω καλή θα την κουβεντιάσουμε όμως και ονλαιν

 
 

Θέση 0
“Το παρακάτω περιεχόμενο περιγράφει τι σημαίνει από την δική μας οπτική γωνία να είναι κάποιος/α κομμουνιστής/κομμουνίστρια αυτή την ιστορική περίοδο.” – Αντικατάστασή και μετατόπιση αυτής της πρότασης στο τέλος της εισαγωγής. Προτείνω: Το περιεχόμενο των παρακάτω θέσεων αποτελεί ένα στιγμιότυπο της θεωρητικής και πρακτικής μας αναζήτησης σε αυτό το στάδιο ανάπτυξής της.

“…ιδίως στον ελλαδικό χώρο, αλλά και ευρύτερα στην Ευρώπη,…” – Αφαίρεση (επαναλαμβανόμαστε).

Θέση 1
“Βασική θέση είναι ότι…” – Αφαίρεση (μανιφεστικός λόγος), έτσι η παράγραφος ξεκινά ως εξής: Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από την απουσία της ριζοσπαστικής κριτικής…

Θέση 2
“Δεν πιστεύουμε σ’ ένα κοινωνικό ιδεώδες, ένα αφηρημένο δέον στο οποίο πρέπει να κάμψουμε την πραγματικότητα και να της δώσουμε το σχήμα του· ούτε οι στόχοι μας στρέφονται γύρω από την αναζήτηση ενός τρόπου ζωής, μιας ηθικής στάσης. Θεωρούμε πως το όραμά μας για τη ριζοσπαστική αλλαγή της κοινωνίας, για εκείνο που εμείς αποκαλούμε κομμουνισμό, πηγάζει απ’ τις δεδομένες υλικές συνθήκες, απ’ τις οποίες τρέφεται αλλά και τις οποίες παράγει ο καπιταλισμός, και τις ριζοσπαστικές ανάγκες που αυτές γεννούν.” – Προτείνω: Σκοπεύοντας να αλλάξουμε συνολικά την πραγματικότητα χρησιμοποιώντας τα μέσα που η ίδια μας παρέχει, ένα κοινωνικό ιδεώδες ή ένα αφηρημένο δέον στο οποίο πρέπει να την κάμψουμε και να της δώσουμε το σχήμα του κρίνεται μη ρεαλιστικό και τελικά άχρηστο. Οι στόχοι μας δεν στρέφονται γύρω από την αναζήτηση ενός τρόπου ζωής, μιας ηθικής στάσης. Το όραμά μας για τη ριζοσπαστική αλλαγή της κοινωνίας, για εκείνο που εμείς αποκαλούμε κομμουνισμό, πηγάζει απ’ τις δεδομένες υλικές συνθήκες, απ’ τις οποίες τρέφεται αλλά και τις οποίες παράγει ο καπιταλισμός, και τις ριζοσπαστικές ανάγκες που αυτές γεννούν."

“Κατά την κρίση μας, αναγκαίες προϋποθέσεις της πραγμάτωσής τους αποτελούν ο τερματισμός της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και η εγκαθίδρυση της ακρατικής και αταξικής κοινωνίας. Επαναπροσδιορίζουμε την έννοια της ουτοπίας…” – Προτείνω: Με έσχατο στόχο τον τερματισμό της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο, την εγκαθίδρυση της ακρατικής και αταξικής κοινωνίας, επαναπροσδιορίζουμε την έννοια της ουτοπίας…

Θέση 3
“Η δική μας θεωρητική απόπειρα πρέπει να συνεχίσει την άσκηση κριτικής των ορίων του διαφωτισμού και της αθέτησης των υποσχέσεών του, αλλά και των όποιων ορίων του ίδιου του μαρξισμού – και του εγκλωβισμού του – στα ιδεολογικά πλαίσια της αστικής νεωτερικής πραγματικότητας.” – Προτείνω: Τα όρια του διαφωτισμού, η αθέτηση των υποσχέσεών του αλλά και τα όποια όρια του ίδιου του μαρξισμού – και του εγκλωβισμού του – στα ιδεολογικά πλαίσια της αστικής νεωτερικής πραγματικότητας αποτελούν πεδία άσκησης κριτικής.

“Επιχειρούμε να επανεξετάσουμε και να δώσουμε νέες, ανταγωνιστικές ερμηνείες στην ιστορία, ειδικά σήμερα, που αυτή η ιστορία έχει θαφτεί κάτω από το πέπλο της λήθης που υπαγορεύεται από την κυρίαρχη εξουσία και την εθνική-ιδεολογική της αφήγηση.” – Προτείνω: Η επανεξέταση και η επανερμηνεία της ιστορίας με νέο, ανταγωνιστικό πρόσημο κρίνεται αναγκαία, ειδικά σήμερα, που αυτή η ιστορία έχει θαφτεί κάτω από το πέπλο της λήθης όπως υπαγορεύεται από την κυρίαρχη εξουσία και την εθνική-ιδεολογική της αφήγηση.

“Είναι πάγια πεποίθησή μας, ότι η κυρίαρχη ιστορική ερμηνεία στον ελλαδικό χώρο, έχει γραφτεί από τους νικητές στον κοινωνικό πόλεμο 1946 -49, καθώς και από επίσημους ιστοριογράφους του ελληνικού κράτους που συχνά εναρμονίζουν την έρευνά τους με την επίσημη εθνική αφήγηση. – Προτείνω: Η κυρίαρχη ιστορική ερμηνεία στον ελλαδικό χώρο, έχει γραφτεί…

“Μέσα από τη δράση και τη δική μας αυτόνομη έρευνα, επιχειρούμε να ανοίξουμε ένα ρήγμα…” Προτείνω: Μέσα από τη δράση και την αυτόνομη έρευνα, επιχειρούμε…

Θέση 4
“Ωστόσο, εμείς επιμένουμε και κρατάμε τον κομμουνισμό ως τη δική μας παρακαταθήκη για το τώρα, ως τον δικό μας στρατηγικό στόχο, όχι άκριτα και σε καμιά περίπτωση δίχως την άσκηση κριτικής στα όρια του παραδοσιακού μαρξισμού και του ιστορικού προλεταριακού κινήματος.” – Αφαίρεση (επαναλαμβανομαστε, μανιφεστικός λόγος)

“Το δικό μας εργαλείο για αυτήν την ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας παραμένει η υλιστική κριτική και η μαρξική σκέψη, αλλά και η σχολή της κριτικής θεωρίας ως απόπειρα εμπλουτισμού και συνέχεια της ανταγωνιστικής κριτικής σκέψης απέναντι στον καπιταλιστικό υπάρχον.” – Προτείνω: Βασικό εργαλείο για αυτήν την ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας…

 
 

Γενικά, βρίσκω σωστές τις διορθώσεις του Φίλιππου.

Θέση 5
“Με ή χωρίς εβραίους, ο φετιχιστικός αντικαπιταλισμός γίνεται ένα από τα πιο αποτελεσματικά ιδεολογικά όπλα στα χέρια της καπιταλιστικής κυριαρχίας και αυτό γιατί όπως και ο αντισημιτισμός έτσι και ο φετιχιστικός αντικαπιταλισμός απορρέει τη δύναμη του από την ψευτοκοσμοθεώρηση του, η οποία εξηγεί και μορφοποιεί συγκεκριμένους δρόμους της αντικαπιταλιστικής δυσαρέσκειας με ένα τρόπο που αφήνει τον καπιταλισμό άθικτο, με το να επιτίθεται δηλαδή σε προσωποποιήσεις της κοινωνικής του μορφής.”

Προτείνω:
“Με ή χωρίς Εβραίους, ο φετιχιστικός αντικαπιταλισμός γίνεται ένα από τα πιο αποτελεσματικά ιδεολογικά όπλα στα χέρια της καπιταλιστικής κυριαρχίας και αυτό γιατί, όπως και ο αντισημιτισμός, αντλεί τη δύναμή του από την ψευδο-κοσμοθεωρία του, η οποία εξηγεί και μορφοποιεί συγκεκριμένους δρόμους της αντικαπιταλιστικής δυσαρέσκειας με έναν τρόπου που αφήνει τον καπιταλισμό άθικτο, με το να επιτίθεται δηλαδή σε κατασκευασμένες προσωποποιήσεις της κοινωνικής του μορφής.”

Επίσης, επανεπεξεργάστηκα τη Θέση 3 ολόκληρη και πειραματίστηκα με τη Θέση 4. Τις βάζω εδώ και τις συζητάμε:

Θέση 3
“Σκοπός μας είναι η συνολική αλλαγή της υφιστάμενης κοινωνίας, χρησιμοποιώντας τα μέσα που η ίδια μας παρέχει· όχι η μορφοποίηση της πραγματικότητας στη βάση ενός αφηρημένου δέοντος, είτε αυτό αποτελεί ένα ηθικό πρόταγμα προς μια «εναλλακτική» στάση ζωής, είτε ένα πολιτικό πρόγραμμα παγιωμένων θέσεων προς εφαρμογή. Το όραμά μας για τη ριζοσπαστική αλλαγή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, πηγάζει από τις δεδομένες υλικές συνθήκες – απ’ τις οποίες τρέφεται αλλά και τις οποίες παράγει ο καπιταλισμός – και τις ριζοσπαστικές ανάγκες που αυτές γεννούν. Ο κομμουνισμός, λοιπόν, συνιστά μία εμμενή αντικειμενική δυνατότητα ολικής άρνησης του καπιταλιστικού υπάρχοντος όσο εκείνο υφίσταται. Με έσχατο στόχο τον τερματισμό της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο, την εγκαθίδρυση της ακρατικής και αταξικής κοινωνίας, επαναπροσδιορίζουμε την έννοια της ουτοπίας σε μια προσπάθεια αποφορτισμού της απ’ το καθαρά αρνητικό περιεχόμενο που της προσδίδεται, αποκαθιστώντας την ως θετικότητα, ορίζοντα, κοινωνική πυξίδα.”

Θέση 4
“Μέσα σε συνθήκες γενικευμένου αντικομμουνισμού αλλά και της κυριαρχίας των μεταμοντέρνων ιδεολογικών «εργαλείων» του άκριτου σχετικισμού και του περιχαρακωμένου ακαδημαϊσμού, η επαναφορά ακόμα και της λέξης κομμουνισμός, ιδιαίτερα δε ως μια απόπειρα ανανοηματοδότησης και αποϊδεολογικοποίησής του, ως της (ενεργώς) πραγματικής κίνησης που καταστρέφει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, φαντάζει στους περισσότερους “μία ακόμη μεγάλη αφήγηση”, μια ανεδαφική απόπειρα. Ωστόσο, η διαλεκτική φύση του κομμουνισμού, το ότι δηλαδή δεν αποτελεί ένα λιθοχάρακτο «πιστεύω» αλλά σχετίζεται άμεσα με τις εκάστοτε υλικές συνθήκες και τις αιτίες που τις παράγουν, ως η αρνητική τους πλευρά, η πάντοτε παρούσα δυνατότητα υπέρβασής τους, τον καθιστά το αιώνιο στοιχειό του νεωτερικού καπιταλιστικού πολιτισμού. Έτσι, παραλαμβάνουμε το ατσάλινο νήμα που διατρέχει τα πειράματα του ιστορικού προλεταριακού κινήματος, ως την δική μας παρακαταθήκη, θεωρώντας ως μόνη «ρεαλιστική» αντιμετώπιση των αντιφάσεων της σημερινής πραγματικότητας την πραγμάτωση της διαρκούς «απειλής» της ολικής ανατροπής της. Βασικά εργαλεία για την ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας παραμένουν η υλιστική κριτική και η μαρξική σκέψη, αλλά και η σχολή της κριτικής θεωρίας ως απόπειρα εμπλουτισμού και συνέχεια της ανταγωνιστικής κριτικής σκέψης απέναντι στον καπιταλιστικό υπάρχον.”

 
 

Επεξεργάστηκα περαιτέρω την ήδη επεξεργασία μου της Θέσης 4:

“Ζούμε σε συνθήκες γενικευμένου αντικομμουνισμού όπου κυριαρχούν τα μεταμοντέρνα ιδεολογικά «εργαλεία» του άκριτου σχετικισμού και του περιχαρακωμένου ακαδημαϊσμού. Η επαναφορά ακόμα και της λέξης κομμουνισμός, ιδιαίτερα όταν αυτό γίνεται ως μια απόπειρα αποϊδεολογικοποίησης και ανανοηματοδότησής του ως την (ενεργώς) πραγματική κίνηση που καταστρέφει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, φαντάζει στους περισσότερους «μία ακόμη μεγάλη αφήγηση», μια ανεδαφική απόπειρα. Ωστόσο, η φύση του κομμουνισμού είναι διαλεκτική. Δεν αποτελεί ένα λιθοχάρακτο «πιστεύω» αλλά σχετίζεται άμεσα με τις εκάστοτε υλικές συνθήκες και τις αιτίες που τις παράγουν, ως η αρνητική τους πλευρά, η πάντοτε παρούσα δυνατότητα υπέρβασής τους. Αποτελεί το αιώνιο στοιχειό του νεωτερικού καπιταλιστικού πολιτισμού. Παραλαμβάνουμε, λοιπόν, το ατσάλινο νήμα που διατρέχει τα πειράματα του ιστορικού προλεταριακού κινήματος, ως την δική μας παρακαταθήκη, καθώς η μόνη «ρεαλιστική» αντιμετώπιση των αντιφάσεων της σημερινής πραγματικότητας είναι η ολική ανατροπή της. Διαχωρίζουμε όμως τους εαυτούς μας από τον αστόχαστο «πρακτικισμό» που κυριαρχεί και θέλει την θεωρία δούλα της πράξης. Πρόκειται στην ουσία για έναν ακτιβισμό, όσο «μαχητικός» ή «εξτρεμιστικός» και αν εμφανίζεται, ο οποίος καλεί σε «άμεση δράση», παρακάμπτοντας τον στοχασμό (και αναστοχασμό) πάνω στα πιθανά της αποτελέσματα αλλά και πάνω στις υπάρχουσες συνθήκες. Εάν δεν θέλουμε μία ακόμα ανακατασκευή του υπάρχοντος, αλλά αντίθετα αξιώνουμε την δημιουργία ενός ριζοσπαστικά νέου κόσμου, πρώτο μας μέλημα πρέπει να είναι η βαθιά κατανόηση της πραγματικότητας και των δυνατοτήτων του κινήματος. Βασικά εργαλεία για την κατανόηση αυτή παραμένουν η υλιστική κριτική και η μαρξική σκέψη, αλλά και η σχολή της κριτικής θεωρίας ως απόπειρα εμπλουτισμού και συνέχεια της ανταγωνιστικής κριτικής σκέψης απέναντι στον καπιταλιστικό υπάρχον.”

 
 

Πρόταση για αλλαγή στη θέση (0)

(Προωτότυπο) “Ερωτήματα όμως που να μη μένουν σε θεωρητικές αφαιρέσεις αλλά να προκύπτουν από τις συλλογικές εμπειρίες των καταπιεσμένων και να τις συνδέουν με έναν πλούτο θεωρητικής ανάλυσης που παρήγαγε το ανταγωνιστικό κίνημα στις όμορφες στιγμές αναστοχασμού του, όταν μπόρεσε να καταστήσει μέρος του φωνές που μέχρι τότε βρίσκονταν στη σιωπή, και να παραγάγει μη-διανοήσιμες ρήξεις.”

Οι “όμορφες στιγμές αναστοχασμού” εισάγουν στη θέση (0) ένα πνεύμα λατρείας και απολογίας του παρελθόντος. Και τα δύο αυτά στοιχεία δημιουργούν ένα κλίμα ιδεολογικού λόγου που αποπροσανατοίζει τον αναγνώστη από αυτό που πραγματικά αποσκοπούμε: την δημιουργία συνθηκών οργάνωσης σήμερα, την δημιουργία της επιθυμίας για οργάνωση σήμερα και την οργάνωση της καταπιεσμένης τάξης μέσω πολιτικών οργάνων ισχύος. Η διατύπωση αυτή (όμορφες στιγμές αναστοχασμού) καθιστά ασαφές, από την πρώτη θέση, για το ποιά κατέυθυνση επιλέγουμε να πάρουμε για να πλησιάσουμε το στόχο μας.

Θα ήταν ατυχές να σχηματιστεί μια τέτοια εντύπωση από τη πρώτη κιολας θέση, ενώ είναι σίγουρο πως θα αναιρεθεί στη συνέχεια. Ειδικά εδώ πρέπει κατά την γνώμη μου να έχουμε την καλύτερη διατύπωση, μιας και θα είναι το πρώτο πράμα που θα διαβαστεί.

(Πρόταση αλλαγής)
“Δεν θεωρούμε το εγχείρημα μας ως την μοναδική σωστή και αυθεντική έναντι των άλλων ερμηνεία της μαρξικής, κριτικής θεωρίας, ούτε μια προσπάθεια να δοθούν εύκολες απαντήσεις αντί να τεθούν εκ νέου τα ερωτήματα. Ερωτήματα όμως που να μη μένουν σε θεωρητικές αφαιρέσεις αλλά να προκύπτουν από τις συλλογικές εμπειρίες των καταπιεσμένων, και να τις συνδέουν με έναν πλούτο θεωρητικής ανάλυσης που στο παρελθόν έχει δώσει πάτημα σε παρήγαγε το ανταγωνιστικό κίνημα στις όμορφες στιγμές αναστοχασμού του, όταν μπόρεσε να καταστήσει μέρος του φωνές που μέχρι τότε βρίσκονταν στη σιωπή και να παραγάγει μη-διανοήσιμες ρήξεις. Το περιεχόμενο των παρακάτω θέσεων αποτελεί ένα στιγμιότυπο της θεωρητικής και πρακτικής μας αναζήτησης σε αυτό το στάδιο ανάπτυξής της.”

 
 

Συμφωνώ με την πρόταση του Φιλίππου.
Επίσης, πρόσθεσα μερικές σημειώσεις για τον ολοκληρωτισμό, που είχαν παραχθεί στη συνάντηση.

 
 

Παιδιά πάρα πολύ καλά

 
 

Έκανα προσθήκη τρεις ακόμα θέσεις ρίξτε μια ματιά και κάνετε επιμέλεια αν θέλετε

 
 

Έκανα τις διορθώσεις (ή νύξη για τις διορθώσεις) που αποφασίσαμε στην 5η Συνάντηση (Αθήνα 3/9/20 στο Βρυσάκι Πλάκας)

 
 

τέλεια θα κάνω παρουσίαση αύριο στο Βερολίνο

 
 

έχω κανει τις διορθώσεις που αποφασίσαμε το Σάββατο (14/11/20) στις θέσεις 0,1.

 
 

έκανα τις διορθώσεις του Σαββάτου (21/11/20) στη θέση 2.

 
 

έκανα διορθώσεις ορθογραφικών στις θέσεις 2 και 3

 
 

Βάζω εδώ για να υπάρχει για την επόμενη συζήτηση μία επεξεργασία που έκανα στη Θέση 3, στο κομμάτι που μιλά για το τέλος της ιστορίας και των μεγάλων αφηγήσεων:

Το τέλος της ιστορίας που κραύγασε ο νεοφιλελευθερισμός υπήρξε η αστική υπόσχεση της εξαφάνισης της κομμουνιστικής προοπτικής και δυνατότητας για την αταξική κοινωνία. Ήταν το ιδεολογικό τέλος των ιδεολογιών. Η εξωφρενική, ψευδεπίγραφη υπόσχεση για το τέλος του ανθρώπινου πόνου. Είναι η διαβεβαίωση για την ολοκληρωτική πραγμάτωση της πολιτικής ελευθερίας, για την παγκόσμια εδραίωση της αστικής δημοκρατίας και την διαρκή οικονομική ευημερία και ανάπτυξη, όπου η μόνη δυνατότητα αλλαγής περιορίζεται σε μία αυξανόμενη «ορθολογική» (εργαλειακή) διαχείριση των δοσμένων μέσων. Συνιστά μια προσπάθεια επαναφοράς, στη σφαίρα της μαζικής κοινωνίας, του Διαφωτισμού και των κάλπικων υποσχέσεών του. Από την άλλη πλευρά, μια νέα μορφή μπερνσταϊνισμού βροντοφωνάζει τη δική της μεγάλη αφήγηση: οι μεγάλες αφηγήσεις τελείωσαν. Αντί του συνθήματος «η επανάσταση δεν είναι τίποτε, το κίνημα είναι τα πάντα» (E. Bernstein) απορρίπτουν το ξέσπασμα της γενικευμένης κοινωνικής επανάστασης για χάρη των δράσεων στο πεδίο της γειτονιάς. Στο όνομα του «εδώ και τώρα» η παρέμβαση στη γειτονιά φετιχοποιείται (ή: αποθεώνεται σε βαθμό ιδεολογίας) ως η μόνη πολιτική πρακτική της ταξικής πάλης. Στην πραγματικότητα η ταξική πάλη λησμονείται και το μόνο που μένει είναι η περιχαράκωση στο άμεσα δοσμένο πλαίσιο μιας περιορισμένης ακτιβιστικής δράσης εντός των ορίων της γειτονιάς. Το μόνο που μένει είναι μορφές αγώνα τα αιτήματα των οποίων δεν στοχεύουν πέρα από εναλλακτικές διαχειρίσεις του υπάρχοντος. Πρόκειται για ένα «όραμα» που είναι ανίκανο να δει πέρα από την άκρη των χεριών του. Στην πραγματικότητα ο ιδεολογικός ανθελληνικός αντιφασισμός που προτάσσει την αποδόμηση του εθνικού κορμού μέσω των αυτόνομων κοινοτήτων αγώνα, δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά μία μεταφυσική. Τελικά αποδεικνύεται πως το «τέλος των μεγάλων αφηγήσεων» και το καπιταλιστικό «τέλος της ιστορίας» δεν είναι παρά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: αντανακλάσεις της αδυναμίας της σύγχρονης κοινωνίας να φανταστεί και να θελήσει οτιδήποτε πέρα από το υπάρχον. Το υπάρχον καθαγιάζεται, είτε αυτό είναι μια υποτιθέμενη πολιτική και οικονομική ανάπτυξη, είτε μία υποτιθέμενη κινηματική πρακτική αμφισβήτησής του.

 
 

Καλημέρα σε ολ@, κάποια σχόλια μου βρίσκονται παρακάτω στη θέση 1 για τον κομμουνισμό. Είναι σε παρενθέσεις και παρεμβάλλονται στο αυτούσιο κείμενο. Ελπίζω να μην δυσκολέψει πολύ στο να τις εντοπίστε.

Θέση για τον Κομμουνισμό (θέση 1) για την σημερινή συζήτηση

Η συνολική αλλαγή της πραγματικότητας πραγματώνεται (συντελείται-ίσως για να αποφύγεις την επανάληψη πραγματικότητα πραγματώνεται)χρησιμοποιώντας τα (ίδια μέσα που παρέχει και σε εμάς?) μέσα που η ίδια μας παρέχει. Σε κάθε περίπτωση, ένα κοινωνικό ιδεώδες ή ένα αφηρημένο δέον στο οποίο θα έπρεπε να την κάμψουμε και να της δώσουμε το σχήμα του (ο κομμουνισμός ως ιδεολογία) κρίνεται μη ρεαλιστικό και τελικά άχρηστο για τους προλεταριακούς – κοινωνικούς αγώνες του σήμερα. Οι στόχοι μας(σε αντιδιαστολή) δεν στρέφονται γύρω από την αναζήτηση ενός τρόπου ζωής ή μιας ηθικής στάσης. Στόχος μας δεν είναι η δημιουργία νησίδων «κομμουνισμού» εντός των καπιταλιστικών συνθηκών, αλλά να εστιάζουμε στους αγώνες της καθημερινής ζωής και τη δημιουργία νέων κοινωνικών σχέσεων που να συντείνουν στην υπέρβαση – ανατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Το ότι απορρίπτουμε την ανεδαφικσή ιδέα των νησίδων «κομμουνισμού» εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας, που άλλωστε όπου δοκιμάστηκε απέτυχε παταγωδώς, δεν σημαίνει ότι δεν παλεύουμε για την παραπέρα διεύρυνση των υποδομών και των κοινωνικών χώρων (καλύτερα κόψε εδώ την πρόταση με .) (Αυτοί είναι πραγματικά μια ανάσα) που είναι πραγματικά μια ανάσα για τις πολιτικές θεωρητικές ζυμώσεις και την σύσφιξη των σχέσεων των καταπιεσμένων, κυρίως της προλεταριακής νεολαίας (όπου) σε μια εποχή (εγκλεισμού λόγω του Κορωναίου οι ανθρώπινες σχέσεις βρέθηκαν σε μεγάλη δυστοπια. Το υπόλοιπο ίσως μπορείς να το παραλείψεις)που ειδικά με την έναρξη του εγκλεισμού της καραντίνας και της εποχής του κορονοϊού, οι ανθρώπινες σχέσεις βρίσκονται σε μεγάλο τέλμα). Τέτοιες υποδομές και κοινωνικοί χώροι είναι μια ουσιαστική συμβολή κόντρα στην αποξένωση. Όμως, το όραμά μας για τη ριζοσπαστική αλλαγή της κοινωνίας, για εκείνο που εμείς αποκαλούμε κομμουνισμό, πηγάζει απ’ τις δεδομένες υλικές αντικειμενικές συνθήκες απ’ τις οποίες τρέφεται αλλά και τις οποίες παράγει ο καπιταλισμός και τις ριζοσπαστικές ανάγκες (τάσεις?) που αυτές γεννούν. Για μας ο άνθρωπος δεν κατέχει κάποια καθαρή, καλή ή κακή φύση από την οποία σήμερα αποκλίνει και πρέπει να τον επαναφέρουμε. Η ουσία του ανθρώπου είναι η “υλική” πραγματικότητα του σε ένα ορισμένο στάδιο εξέλιξής του (το οποίο είναι μέρος ενός ενδοκοσμικου πλεγματος) και μεταβάλλεται μέσω της κοινωνικής πρακτικής, (θα έβαζα τέλεια εδώ.) (Στα πλαίσια αυτής επανανοηματοδουνται οι έννοιες και οι σχέσεις) επανανοηματοδοτώντας τις ιδέες (νομίζω καλύτερα έννοιες αντί ιδέες) και τις σχέσεις που τους συνδέουν, μεταβάλλοντας την οργάνωση της κοινωνίας, (και)του
ς υλικούς όρους επιβίωσής του. Με κατεύθυνση τον τερματισμό – ανατροπή της εκμεταλλευτικής κοινωνίας, την εγκαθίδρυση της αταξικής κοινωνίας, επαναπροσδιορίζουμε την έννοια της ουτοπίας προσπαθώντας να την αποφορτίσουμε από το καθαρά αρνητικό περιεχόμενο που της προσδίδεται. Για μας η κομμουνιστική ουτοπία δεν αποτελεί έναν άμεσο στόχο προς εφαρμογή και ρεαλιστική κατάσταση στη σύγχρονη κοινωνία παρά μόνο δίνει μια κατεύθυνση λειτουργώντας ως πυξίδα για τις σχέσεις, τις θέσεις και τη πρακτική που ακολουθούμε στον μακρύ (προσωπικά θα έβγαζα το μακρύ γιατί φορτίζει αρνητικά) δρόμο για την κοινωνική χειραφέτηση. Ο κομμουνισμός δεν αποτελεί ηθικό πρόταγμα, ένα πολίτευμα, ούτε πολιτικό πρόγραμμα θέσεων παγιωμένων προς εφαρμογή, αλλά εμμενής δυνατότητα υπέρβασης του καπιταλιστικού υπάρχοντος και πάντα θα αποτελεί τέτοια όσο υφίστανται οι κεφαλαιοκρατικές παραγωγικές σχέσεις και η ατομική ιδιοκτησία. Ο δρόμος για την πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας δεν μπορεί ν’ ανοίξει δίχως μία συνολική κριτική του καπιταλιστικού υπάρχοντος (συστήματος), δίχως το συνολικό ξεσκέπασμα αυτών (ποιων?)που στο όνομα του «κομμουνισμού» προάγουν κυρίαρχες εκδοχές αναπαράστασης ενός “αντικαπιταλιστικού” εθνο-λαϊκού κοινοτισμού (θα έβαζα τέλεια εδώ)(Αυτές οι εκδοχές αφήνουν)κοι οποίες αφήνουν άθικτες τις βασικές κατηγορίες του καπιταλισμού, (και δεν αναφέρονται)ούτε αναφέρονται στην προοπτική της ανατροπής του καπιταλιστικού σχηματισμού, αλλά (αντίθετα) ανάγουν το λαό σ’ ένα υποκείμενο το οποίο πραγματώνει την εξουσία του όταν καταφέρει να συσπειρωθεί σε μία αόριστη και αφηρημένη «κοινότητα». Πρόκειται για μία υπερταξική ιδεολογία η οποία δεν αναγνωρίζει την ουσιώδη σημασία της ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας και αφήνει, επίσης, έξω απ’ την ανάλυσή της και τον κατασκευασμένο «Άλλο», εκείνον που δεν χωράει στην δική τους κοινότητα. Έτσι, αφήνει στην πραγματικότητα άθικτο τον καπιταλισμό, αφού του εναντιώνεται μόνο σ’ ένα αφηρημένο επίπεδο ιδεών και τρέφει, εν τέλει, ιδεολογικά την συγκρότηση των εθνικών καπιταλιστικών σχηματισμών και την σφυρηλάτηση της Εθνικής Λαϊκής Κοινότητας. Τα όρια του διαφωτισμού, η αθέτηση των ούτως ή άλλως υποκριτικών υποσχέσεών του περί «χειραφέτησης του ατόμου» αλλά και τα όποια όρια του ίδιου του μαρξισμού – και του εγκλωβισμού του – στα ιδεολογικά πλαίσια της αστικής νεωτερικής πραγματικότητας, αποτελούν πεδία άσκησης κριτικής πραγματικότητας, (θα ξεκινούσα την πρόταση ανάποδα, Πεδία άσκησης της κριτικής μας είναι:). Η επανεξέταση και η επανερμηνεία της ιστορίας με νέο, ανταγωνιστικό πρόσημο κρίνεται αναγκαία, ειδικά σήμερα, που αυτή η ιστορία έχει θαφτεί κάτω από το πέπλο της λήθης όπως υπαγορεύεται από την κυρίαρχη εξουσία και την εθνική-ιδεολογική της αφήγηση. Η κυρίαρχη ιστορική ερμηνεία στον ελλαδικό χώρο έχει γραφτεί από τους νικητές του λεγόμενου εμφυλίου πολέμου (1946-1949), από τους πολιτικούς απογόνους και συνεχιστές τους καθώς και από τους επίσημους ιστοριογράφους του ελληνικού κράτους (θα έβαζα τέλεια εδώ) (Αυτοί άλλωστε συχνά) που συχνά εναρμονίζουν την έρευνά τους είτε με την επίσημη εθνική αφήγηση είτε με την υποτιθέμενη άρνησή της από «αντεθνική»-ανθελληνική σκοπιά η οποία παραμένει όμως παγιδευμένη σε μια στείρα ιδεολογία, μια ακόμα αντανάκλαση της αστικής ιδεολογίας, ταυτοτικού δικαιωματικού περιεχομένου δίχως να κάνει πραγματικά ανταγωνιστική κριτική στις υλικές εκμεταλλευτικές συνθήκες που δημιουργεί η καπιταλιστική κυριαρχία. Με το ίδιο σκεπτικό απορρίπτουμε και την όποια κλασική σοσιαλδημοκρατική αντίληψη που σήμερα το αίτημα της για περισσότερες «μεταρρυθμίσεις» εντός του αστικού κράτους(,) συναντάται με το αίτημα για «περισσότερο κράτος» γενικά, την ενσωμάτωση παραπέρα στους κρατικούς θεσμούς, το αίτημα για παραπέρα αυταρχικοποίηση τους σε συνδυασμό μια νεοκενσυανή ατζέντα παραχωρήσεων για την άμβλυνση του προλεταριακού ανταγωνισμού,(και) την ενίσχυση της ήδη διερρηγμένης «κοινωνικής ειρήνης». Μέσα από τη δική μας δράση και αυτόνομη έρευνα, επιχειρούμε να ανοίξουμε ένα ρήγμα σε αυτήν την ιστοριογραφία προσπαθώντας (επιχειρώντας) να την επανεξετάσουμε από κριτική, υλιστική,(και) κομμουνιστική σκοπιά. Η συσσωρευμένη γνώση του σήμερα υπαγορεύει ότι οι παρελθούσες, αποτυχημένες προσπάθειες χειραφέτησης των καταπιεσμένων δεν αποτελούν στιγμές γεμάτες δυνατότητες που πρέπει να εξαργυρώσουμε εμείς στο σήμερα, αλλά μάλλον να ιδωθούν κριτικά ως «αυτό που πραγματικά ήταν» – απόπειρες του προλεταριακού κινήματος με ιδεολογικό αυτοσκοπό, που τελείωσαν με μια ήττα σε βάρος μας. Είμαστε οι κριτικοί κληρονόμοι αυτής της ιστορικής παράδοσης, που καλούμαστε να την επανεξετάσουμε και να την επεξεργαστούμε για να αναδυθούν οι κομμουνιστικοί επαναστατικοί αγώνες του μέλλοντος(ίσως επερχόμενου, προσωπικά δεν ζω για το μέλλον). Αυτοί οι κομμουνιστικοί αγώνες που εμείς θέλουμε να συμβάλουμε, δεν θα έρθουν μέσα από μια μικρή μερίδα επαγγελματιών ακτιβιστών του σήμερα, αλλά
από την ίδια την κίνηση – συνειδητοποίηση του προλεταριάτου και της υλικής (ενδοκοσμικης) κατάστασης που αυτό βρίσκεται σήμερα. Μέσα από την δική του κίνηση θα ανοίξει ο δρόμος για μια άλλη κοινωνική συγκρότηση, τη σοσιαλιστική και κομμουνιστική. Για εμάς, σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν σημαίνει «κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής» και «κεντρικός σχεδιασμός», αλλά η κοινωνικοποίηση τους, ο σχεδιασμός(η σύνθεση τους στη βάση των κοινωνικών παραγωγικών επιθυμιών) με βάση τις κοινωνικές ανάγκες, όπου στο επίκεντρο πια θα έχει περάσει ο άνθρωπος και (όχι εννοείς μαλλον) οι ανάγκες του κεφαλαίου. (στο επίκεντρο προσωπικά δεν θα έβαζα τον άνθρωπο-υποκείμενο. Θα το διατύπωνα κάπως έτσι: Στο επίκεντρο ο ανθρωπος στην προσπάθεια του να ελευθερωθεί από την κοινωνική και ψυχική καταπίεση των επιθυμιών του όπως επίσης και στον τερματισμό της κλοπής της επιθυμίας του από τον καπιταλισμό και της περαιτέρω αξιωματικής επένδυσης της στο κοινωνικό πεδίο για δικό του όφελος.)

 
 

Το παρακάτω link αφορά ένα event που θα γίνει στις Βρυξέλλες το επόμενο ΣΒ. Έχει τίτλο War machines against war machine’. Το βάζω εδώ για όλους και λίγο περισσότερο για τη Μαριλένας και συγνώμη αν ο χώρος αυτός δεν είναι ο κατάλληλος.

constantvzw.org/site/

 
   

Σχετικά με τη θέση για τον κομμουνισμό:

Αν με κομμουνισμό (« ανώτερη φάση ») εννοούμε μια κοινωνία απ’ θα απουσίαζε κάθε αντίσταση, κάθε πυκνότητα, κάθε αδιαφάνεια· μια κοινωνία που θα ήταν για τον εαυτό της καθαρή διαφάνεια· όπου οι πόθοι όλων θα ταίριαζαν αυθόρμητα ή, που για να ταιριάσουν, δεν θα χρειάζονταν παρά ένα φτερωτό διάλογο που δεν θα τον βάρυνε ποτέ ο ιός του συμβολισμού· μια κοινωνία που θα ανακάλυπτε, θα διατύπωνε, και θα πραγματοποιούσε τη συλλογική της θέληση, χωρίς να περάσει μέσα από θεσμούς, ή της οποίας οι θεσμοί δεν θα δημιουργούσαν ποτέ πρόβλημα αν πρόκειται περί αυτού, πρέπει να πούμε καθαρά ότι έχουμε μπροστά μας μια ασυνάρτητη ονειροπόληση, μια απραγματική και απραγματοποίητη κατάσταση, της οποίας την παράσταση πρέπει να εξαλείψουμε. Είναι ένας μυθικός σχηματισμός, ισοδύναμος και ανάλογος μ’ αυτόν της απόλυτης γνώσης, ή μ’ αυτόν ενός ατόμου, του οποίου η «συνείδηση » θα είχε απορροφήσει το είναι ολόκληρο (Κορνήλιος Καστοριάδης).

Ο κομμουνισμός δεν είναι μια ιδεολογία, ούτε ένα ηθικό πρόταγμα, ή ένα πολιτικό πρόγραμμα θέσεων παγιωμένων προς εφαρμογή. Ο Κομμουνισμός δεν είναι ένα ιδεώδες προς το οποίο θα πρέπει να προσανατολιστεί η πραγματικότητα. Ο κομμουνισμός είναι η πραγματική κίνηση των καταπιεσμένων που επιβάλλεται εξαιτίας της αντικειμενικής τους θέσης στην καπιταλιστική κοινωνία. Για εμάς Κομμουνισμός είναι η υπέρβαση του καπιταλιστικού υπάρχοντος, και πάντα θα αποτελεί τέτοια όσο υφίστανται οι κεφαλαιοκρατικές παραγωγικές σχέσεις. Για την υπέρβαση των δεδομένων παραγωγικών σχέσεων είναι αναγκαία η συνολική κριτική του καπιταλιστικού υπάρχοντος. Όπλο σε αυτή την απόπειρα παραμένει η υλιστική κριτική της πραγματικότητας η οποία δεν παρέχει στους καταπιεσμένους κάποια ιδεολογική παρηγοριά για την ελευθερία, αλλά τα εργαλεία εκείνα για την κατανόηση των υλικών συνθηκών στις οποίες ζουν. Η υλιστική κριτική δεν είναι η μεταφυσική ερμηνεία της ιστορίας, αλλά η μεταβαλλόμενη εικόνα του κόσμου, όπως αυτή εξελίσσεται σε συνάρτηση με την πρακτική προσπάθεια για την καλυτέρευσή του (Μαξ Χορκχάιμερ).

Ο κομμουνισμός δεν μπορεί παρά να είναι ένας τρόπος για να οργανωθούμε στο σήμερα και να αντιμετωπίσουμε στην καθημερινή ζωή τους ταξικούς ανταγωνισμούς οι οποίοι ρυθμίζουν τις ζωές μας στην παραμικρή τους λεπτομέρεια. Ταυτόχρονά όμως δεν παύει (η κομμουνιστική οργάνωση) να προοιωνίζει και μια εικόνα του μέλλοντος, ένα μέλλον χωρίς εκμετάλλευση και χωρίς την διαμεσολάβηση της εξαρτημένης εργασίας.

Μια εκμετάλλευση που δεν εξαντλείται στον ορισμό αυτής της εκμετάλλευσης από άνθρωπο σε άνθρωπο αλλά από τον άνθρωπό πάνω σε κάθε ζώο (ανθρώπινο και μη) όπως και στην ίδια τη φύση. Κι εδώ ερχόμαστε σε αντίθεση με μια κοινή παραδοχή τόσο της (νεο)φιλελεύθερης όσο και της Μαρξικής σκέψης: την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Μερικές φορές το βλέπουμε και με τον μανδύα της Προόδου αλλά ας το κρατήσουμε για αργότερα. Τι θα σήμαινε για έναν πλανήτη με πεπερασμένους πόρους η συνεχής και ανεξάντλητη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων; Μία ματιά γύρω μας είναι παραπάνω από αρκετή για να έχουμε την πικρή γεύση των αποτελεσμάτων της ανάπτυξης των δυνάμεων για την χλωρίδα και πανίδα του υπόλοιπου πλανήτη. Κομμουνισμός λοιπόν χωρίς μια οικολογική συνείδηση δεν μπορεί παρά να είναι φενακισμός. Για να εντάξουμε την οικολογική συνείδηση στον τρόπο οργάνωσης που προαναφέραμε θα πρέπει όχι μόνο να απεντάξουμε την κομουνιστική οργάνωση και δράση από την συνθήκη της παραγωγής αλλά πρέπει να μιλάμε για μια εργατική τάξη που θα θέλει να πάψει να “παράγει”. Η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση, δεν είναι άλλο από μια εξουσιαστική σκέψη, και αυτό θα πρέπει να το θυμόμαστε πάντα, χωρίς όμως να σημαίνει αυτό την πολυπόθητη εξίσωση τον δυο αντιθετικών σκέψεων.

Κι αν οφείλουμε κάτι σε πείσμα όλων αυτών που επιχειρούν είτε την εξίσωση του Κομμουνισμού με τον Ναζισμό, είτε την μουσειοποίηση των λεγόμενων κομμουνιστικών καθεστώτων, είναι να εντάξουμε την παρακαταθήκη αυτών των προσπαθειών, όχι ως λαμπρό σοβιετικό παρελθόν αλλά ως αποτυχημένες προσπάθειες εφαρμογής by the book ενός πολιτικού προγράμματος. Άλλη μια υπενθύμιση του ότι ο κομμουνισκός θέλει καθημερινό και διαρκή, ατομικό και συλλογικό ταυτόχρονα, αγώνα. Τόσο πριν, αλλά πολύ περισσότερο μετά την «είσοδο μας στην πραγματική ιστορία».

Στις γραφειοκρατικές κοινωνίες της ανατολικής Ευρώπης, της Ασίας, της Κούβας δεν υπήρξε κανένας κομμουνισμός που να αφορά την εργατική τάξη του σήμερα. Υπήρξαν εναλλακτικές της ίδιας καπιταλιστικής πολιτείας με διαφορετική “ διαχείριση”. Κι αυτό γιατί τα μοντέλα παραγωγής, και η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων παρέμειναν εκεί με διαφορετικό ιδεολογικό μανδύα. Η Σοβιετική Επανάσταση των μπολσεβίκων πνίγηκε στα νερά της Κροστάνδης και στο αίμα των ναυτών που έχυσε ο μετέπειτα διανοητής, ή καλύτερα ερμηνευτής (άλλος ένας με δική του ορθοδοξία) του μαρξισμού, ο Λέον Τρότσκι. Είναι αστείο λοιπόν να ψάχνουμε για κομμουνιστικές κοινωνίες στα αρχεία της KGB.

Θεωρούμε ότι τα λάθη του παρελθόντος μπορούν να μας διδάξουν πολλά και σημαντικά, βοηθώντας την εργατική τάξη στο σήμερα ώστε να αποφύγει την ανάδειξη μια νέας γραφειοκρατίας μέσα από τα ίδια τα σπλάχνα της. Αυτό θα μας οδηγούσε σε μια αναθεώρηση της ιδέας της Δικτατορίας του προλεταριάτου. Τα σοβιετικά παραδείγματα μας έδειξαν ότι μια δικτατορία είναι δύσκολο να γίνει κάτι άλλο πέρα από αυτό που λέει η ίδια η λέξη: Δικτατορία. Κι αυτό φυσικά δεν είναι πασιφιστικές αυταπάτες, αλλά μια υπενθύμιση πως στην ίδια την κομμουνιστική παράδοση υπάρχουν έννοιες που αν ερμηνευθούν κατά γράμμα μπορεί να έχουν ολέθρια αποτελέσματα.

Ο μόνος τρόπος μια κομμουνιστική οργάνωση από την μία να έχει δυνατότητες συλλογικοποίησης και από την άλλη να αποκλείει την ανάδειξη της οποιασδήποτε μορφής εξουσίας, είναι ένας αντιεξουσιαστικός κομμουνισμός, κι ένας αντιεξουσιαστικός κομμουνισμός δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία της Αυτονομίας. Ο (ντετερμινιστικός) δρόμος της σοσιαλιστής επανάστασης θα παραμένει καταδικασμένος να αποτυγχάνει αυτοστιγμεί κατά την οποία η επανάσταση θα παγιώνεται σε μια Νέα Κατάσταση, όταν θα φέρνει το μετεπαναστατικό με τις θεσμίσεις που αυτό επιφέρει. Αν υπάρχει κάποιο αντίδοτο, δεν είναι άλλο από αυτό της διηνεκούς επανάστασης, όχι με όρους πολέμου, αλλά με όρους διαρκούς επανακαθορισμού και αυτοθέσμισης, έτσι ώστε κανένα Κόμμα να μην μπορεί να πει στον εργάτη: «σήμερα θα κάνεις αυτό». Κι αυτό που λέμε εδώ, αν και περιέχει τη σπορά της αναρχικής σκέψης, δεν είναι μια άρνηση για την άρνηση, αλλά μια συνεχείς υπενθύμιση του ότι τους κανόνες τους φτιάχνουμε εμείς και τους ακολουθούμε πρώτα εμείς για εμάς.

Κι αυτό είναι εν τέλει ο Κομμουνισμός. Είναι η θέσμιση στην κοινωνία του “σήμερα” για τη λειτουργία του κόσμου του “αύριο”. Η Οργάνωση στη βάση μέσω μιας συνεχούς διαλεκτικής διαδικασίας, όπου χρησιμοποιούμε τα εργαλεία του διαλεκτικού υλισμού όπως θα χρησιμοποιούσαμε ένα σφυρί. Πότε για να χτίσουμε και πότε για να γκρεμίσουμε. Ωστόσο το σφυρί ποτέ δεν θα γίνει για εμάς ιερό δισκοπότηρο.